Αφορμή για την καταγραφή αυτών των σκέψεων μου την έδωσε το άρθρο του Μιχάλη Ψύλου για το Τέλος των Ψευδαισθήσεων στην Ευρώπη.
Η Ευρώπη, η «Γηραιά Ήπειρος», υπήρξε κάποτε η καρδιά του κόσμου με κύρος, δύναμη, λάμψη, ελέγχοντας – διαμορφώνοντας τις καταστάσεις σχεδόν στο σύνολο της υφηλίου.
Σήμερα μοιάζει περισσότερο… με μια γηραιά κυρία που βρίσκεται στις αρχές άνοιας, ενθυμούμενη ημέρες του ένδοξου παρελθόντος, δείχνοντας ανίκανη να εμπνεύσει το παρόν και να οραματιστεί το μέλλον. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα, που κινούνται με ταχύτητα, εκείνη συχνά εγκλωβίζεται στη δική της βραδύτητα, στα γραφειοκρατικά γρανάζια των Βρυξελλών και στα παιχνίδια εξουσίας των 4-5 Προέδρων ή Πρωθυπουργών που τελικά είναι «γυμνοί» από οράματα και δύναμη υλοποίησης ενιαίων στρατηγικών για την επίτευξη ευρωπαϊκών και όχι στενά εθνικών στόχων.
Από τα ιδεώδη της δημοκρατίας στην Αρχαία Ελλάδα μέχρι τον Διαφωτισμό και τις βιομηχανικές επαναστάσεις, η Ευρώπη διαμόρφωσε την πορεία της ανθρωπότητας. Σήμερα όμως, η λάμψη της μοιάζει να έχει ξεθωριάσει και να παρουσιάζεται ως κουρασμένη, ανασφαλής και σε διαρκή εκνευρισμό.
Οι καμπάνες, ακόμα και της Παναγίας των Παρισίων, χτυπούν δυνατά για το Δημογραφικό, την Οικονομία, την Ενέργεια, την Τεχνολογία, το Μεταναστευτικό αλλά και τα Γεωπολιτικά προβλήματα εντός της ηπείρου. Δεν αναφέρομαι καθόλου στην ιδιαίτερα εξασθενημένη επιρροή της σε προβλήματα χωρών εκτός Ευρώπης.
Ο πληθυσμός γερνάει, η υπογεννητικότητα είναι στο κόκκινο και η οικονομική δυναμική υστερεί σε σχέση με τον ρυθμό ανάπτυξης χωρών της Ασιατικής κυρίως Ηπείρου. Η Ευρωπαϊκή «Ένωση», αν και στα νούμερα είναι μια από τις ισχυρότερες οικονομίες παγκοσμίως, στην πράξη αδυνατεί να επιβάλλει τους όρους της και πλέον έρχεται δεύτερη ή τρίτη, ασθμαίνοντας.
Το μεταναστευτικό πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι ως μουτζούρης αλλά με δύναμη και παρρησία. Η λύση δεν βρίσκεται τόσο στην αποτροπή εισόδου στις χώρες υποδοχής, αλλά στην αποτροπή εξόδου από τις χώρες των μεταναστών, διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης και δίνοντας προοπτικές ανάπτυξης.
Οι γεωπολιτικές κρίσεις φέρνουν στην επιφάνεια το πόσο γυάλινα πόδια έχει. Η ενεργειακή εξάρτηση από τρίτες χώρες, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι δυσκολίες στη διαμόρφωση κοινής στρατηγικής αποκαλύπτουν τα όρια της ευρωπαϊκής συνοχής. Παράλληλα, στο εσωτερικό, η άνοδος του λαϊκισμού και ακραίων κινημάτων, ενισχύει την κρίση ταυτότητας που απειλεί την συνοχή της ευρωπαϊκής ένωσης.
Η πρόκληση λοιπόν είναι σαφής: η Ευρώπη καλείται να ξαναβρεί τον δυναμισμό της, να συνδυάσει το ιστορικό της βάρος με καινοτομία και ενότητα, να κοιτάξει μπροστά χωρίς να εγκλωβίζεται στο παρελθόν της. Μόνο τότε η «Γηραιά Ήπειρος» θα πάψει να φαντάζει κουρασμένη και θα μπορέσει να ξαναλάμψει στον παγκόσμιο χάρτη.
Ωστόσο, για να γίνει πάλι αξιοσέβαστη σε όλα τα fora, θα πρέπει να την αντιπροσωπεύουν Ηγέτες με κύρος και προσωπικότητα και όχι φοβικοί και οσφυοκάμπτες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταφέρει να αναδείξει μια προσωπικότητα με το πολιτικό βάρος ενός «ευρωπαίου ηγέτη» που να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες και να επιβάλλεται στη διεθνή σκηνή. Οι αποφάσεις συχνά μοιάζουν περισσότερο με τεχνοκρατική διαχείριση παρά με πολιτικό όραμα. Η απουσία ηγεσίας έχει πρακτικές επιπτώσεις. Στην εξωτερική πολιτική, η ΕΕ δυσκολεύεται να μιλήσει με μία φωνή απέναντι σε παγκόσμιες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία. Στο εσωτερικό, η έλλειψη σαφούς κατεύθυνσης τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και την αίσθηση ότι οι Βρυξέλλες είναι μακριά από τις ανάγκες του μέσου πολίτη.
Η Ευρώπη καλείται να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να πορεύεται ως ένωση αντίρροπων δυνάμεων που ωστόσο νομοτελειακά θα οδηγήσει στην διάλυσή της, που οι τρίτες μεγάλες δυνάμεις πολύ το επιθυμούν και το επιδιώκουν ή αν θα προχωρήσει σε θεσμική αυτοκριτική και δημιουργία συμφωνημένου από κοινού οράματος που θα επιτρέψει την ανάδειξη ισχυρής ηγεσίας.