Η ώρα της Θεσσαλονίκης πλησιάζει. Τα επιτελεία των κομμάτων ετοιμάζουν τις προτάσεις τους, αλλά και τις επεξεργασίες τους με στόχο την παρουσίαση το καθένα το δικό του αφήγημα για την κατάσταση, αλλά και κυρίως για το μέλλον αυτού του τόπου.
Και ενώ πριν από μερικά χρόνια το βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν να δίνεται μια πρόγευση για το περιεχόμενο του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς, διανθισμένο βέβαια και με την εξαγγελία κάποιων έργων που σχεδιάζονται για την Θεσσαλονίκη και τη Βόρειο Ελλάδα γενικότερα, τώρα, ελέω υπερπλεονασμάτων, η μεν κυβέρνηση προχωράει σε μια άτυπη κατανομή μέρους αυτών, ενώ η αντιπολίτευση συνήθως πλειοδοτεί, αφού είναι σαφές ότι κανείς πολιτικά δεν θα ήθελε να εναντιωθεί απέναντι σε μέτρα που ευνοούν έστω και μικρότερες ομάδες του πληθυσμού, ακόμη και αν διαφωνούσε. Όλοι ξεχνούν βέβαια, ότι κατά την οικονομική θεωρία η παραγωγή υπερπλεονάσματος λειτουργεί συσταλτικά για την οικονομία, μειώνοντας τις αναπτυξιακές της επιδόσεις.
Το Υπερπλεόνασμα του κράτους για το 2025 υπολογίζεται να ανέλθει κατά τις εαρινές εκτιμήσεις της Ε.Ε. στο 3,8% του ΑΕΠ, με βάση όμως τα νεότερα στοιχεία και του Ιουνίου, υπολογίζεται να προσεγγίσει το 4%. Έτσι, με την ανακοίνωση των προβλέψεων της Επιτροπής άνοιξε και επικοινωνιακά ο δρόμος, για τη συνέχιση της επιδοματικής πολιτικής των προηγούμενων ετών και για το 2026. Ο νέος προς διάθεση δημοσιονομικός χώρος, λαμβανομένων υπόψη και των υποχρεώσεων που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με τους περιορισμούς που θέτουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες για τις όποιες παροχές σχεδιάζονται καθώς και τον συσχετισμό τους με το ρυθμό μείωσης του χρέους, υπολογίζεται να ανέλθει στο 1,5-2 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται και τα 500 εκατ. περίπου, τα οποία προέκυψαν από την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες της χώρας.
Από πού προέρχονται τα υπερπλεονάσματα ή αλλιώς ποιος πληρώνει το μάρμαρο
Οι επίσημες ανακοινώσεις σχετικά με την προέλευση των επιπρόσθετων εσόδων του κράτους, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, κάνουν λόγο, για ένα ευεργετικό αποτέλεσμα της «ανάπτυξης και της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής». Η ερμηνεία αυτή, αν και σωστή, στην κυριολεξία αφορά την κατηγοριοποίηση των εισπράξεων και λιγότερο την προέλευση. Η τελευταία έχει ως στόχο τη διερεύνηση των συγκεκριμένων πηγών άντλησης των εσόδων, τον εντοπισμό δηλαδή αυτών που τελικά πληρώνουν το μάρμαρο.
Και αυτοί δεν είναι άλλοι, από εκείνους τους πολίτες που ανήκουν στη μεσαία τάξη. Για τον ορισμό της μεσαίας τάξης χρησιμοποιείται κατά βάσιν το ύψος του οικογενειακού εισοδήματος, ενώ στις περισσότερες μελέτες χρησιμοποιούνται και στοιχεία πολιτιστικού, μορφωτικού ή και κοινωνικού περιεχομένου. Κατά τον ΟΟΣΑ στη μεσαία τάξη ανήκουν νοικοκυριά με εισόδημα μεταξύ του 75% και του 200% του διάμεσου εισοδήματος μιας χώρας. Ο ορισμός αυτός, λαμβάνει υπόψη βέβαια την αγοραστική δύναμη του διαθεσίμου εισοδήματος, δεν ανταποκρίνεται όμως στις πραγματικές συνθήκες που βιώνουν τα άτομα αυτά από χώρα σε χώρα.
Σε μια πιο ελεύθερη προσέγγιση στη μεσαία τάξη συγκαταλέγονται άτομα, τα οποία διαθέτουν υψηλότερη μόρφωση και κατάρτιση, καλύπτουν σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα θέσεις ευθύνης συμβάλλοντας στην ανάπτυξή της, επέστρεψαν στη χώρα μετά από σπουδές στο εξωτερικό ή δεν έφυγαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ενώ έχουν φανερό σταθερό μεικτό οικογενειακό εισόδημα μεταξύ 20.000 και 70.000 Ευρώ. Και όμως αυτή η κατά τα λοιπά επιτυχημένη κατηγορία εργαζομένων, έχει πρόβλημα, αν όχι επιβίωσης σίγουρα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Πρώτον, τη μερίδα του λέοντος στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων πληρώνουν μισθωτοί και συνταξιούχοι, οι οποίοι εμφανίζουν συμμετοχή στο φορολογητέο εισόδημα για το 2023 περί το 70% . Η κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, επειδή οι όποιες αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς και συντάξεις δόθηκαν, οδήγησαν πολλούς φορολογούμενους σε υψηλότερο φορολογικό κλιμάκιο, κάτι που συνεπάγεται μειωμένη πραγματική αύξηση ή και σε αρκετές περιπτώσεις την ολοκληρωτική ακύρωσή της.
Αυτό συμβαίνει, επειδή στη θεσμοθετημένη προοδευτική φορολόγηση των εισοδημάτων, μια χωρίς αμφιβολία πολύ σημαντική και δίκαιη ρύθμιση και στη χώρα μας, η ένταξη σε υψηλότερο κλιμάκιο σημαίνει ταυτόχρονα και υψηλότερο φόρο, αποτέλεσμα του οποίου είναι, το κράτος να παίρνει πίσω ένα μέρος ή το σύνολο της όποιας δαπάνης εκταμίευσε για βελτίωση των εισοδημάτων. Επιπλέον η αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος, σε καθεστώς υψηλού πληθωρισμού, που συνεχίζει να βιώνει η χώρα μας, αφήνει μικρό αποτύπωμα στο επίπεδο ευημερίας των πολιτών.
Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί αυτή η αδικία είναι μέσω της τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας. Η άρνηση της προσαρμογής των φορολογικών κλιμακίων, με οδηγό την αύξηση του πληθωρισμού, στοιχίζει, με βάση στοιχεία πρόσφατης μελέτης που δημοσίευσε η Eurobank, πρόσθετη επιβάρυνση των φορολογουμένων κατά 1 δισ. ευρώ περίπου για το 2025. Υπερπλεόνασμα λοιπόν μέσω «φόρου πληθωρισμού», όπως αναφέρεται σχετικά.
Δεύτερον, αφού αφαιρεθεί ένα μέρος από το αυξημένο εισόδημα λόγω αλλαγής φορολογικής κλίμακος, το εναπομείναν ποσό χρησιμοποιείται για την προμήθεια αγαθών, τα οποία παρουσιάζουν αυξητική τάση στις τιμές από την άνοιξη του 2020 μέχρι και σήμερα (Ιούνιος 2025) με ρυθμό 3,7%. Σημειωτέο, ότι όλες οι αυξήσεις αποτυπώνονται αθροιστικά στη σημερινή τιμή των προϊόντων επί της οποίας επιβάλλεται στη συντριπτική τους πλειοψηφία και η κρατική επιβάρυνση με ΦΠΑ 24%. Συνεπώς, το κράτος καταγράφει αυξημένα έσοδα έναντι της προηγούμενης χρονιάς και τα οποία, όταν υπερκαλύπτουν τις υποχρεώσεις του προϋπολογισμού, εμφανίζονται ως υπερπλεόνασμα. Επειδή δε πρόκειται για έμμεσο φόρο, οι κάτοχοι των μεσαίων εισοδημάτων, που ανήκουν στη μεσαία τάξη, αφενός μειώνουν τη συνολική ζήτηση αγαθών, ενώ συμβάλλουν επίσης και στη δημιουργία κρατικών υπερπλεονασμάτων, αφού ο ΦΠΑ υπολογίζεται με βάση τις υψηλότερες ονομαστικές τιμές.
Καιρός είναι, για την ελάφρυνση των βαρών σε μισθωτούς και συνταξιούχους, να μειωθούν σταδιακά οι συντελεστές ΦΠΑ. Να υπενθυμίσουμε, ότι πριν από την οικονομική κρίση, ο υψηλότερος συντελεστής ΦΠΑ ήταν 19%, ενώ η αύξηση στο 24% επιβλήθηκε από τους δανειστές για την εξυπηρέτηση των υποχρεωτικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Τώρα, έχουμε περάσει πλέον στα υπερπλεονάσματα και συνεπώς, η προσαρμογή στην συναλλακτική κανονικότητα απαιτεί την επιστροφή σε χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης και τη μόνιμη ελάφρυνση μισθωτών και συνταξιούχων.
Τρίτον, μία άλλη πηγή για τη δημιουργία του υπερπλεονάσματος, που συμμετέχει βέβαια και η μεσαία τάξη χωρίς να είναι ο αποκλειστικός φορέας, βρίσκεται στην αυξημένη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, οι οποίες έβγαλαν πολλές πληρωμές από το σκότος στο φως. Έτσι, περιορίστηκε το εύρος της φοροδιαφυγής, κυρίως σε ότι αφορά τις μικροσυναλλαγές στο λιανικό εμπόριο και στην εστίαση, ενώ καλά κρατεί κυρίως στην παροχή παντός είδους υπηρεσιών.
Exkurs: Δύο παρεμβάσεις για την αποκατάσταση της εισοδηματικής ομαλότητας
Μισθωτοί: Για την εισοδηματική αποκατάσταση των εργαζομένων, και για τη βελτίωση της παραγωγικότητάς τους αλλά και της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καθολική επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε όλους τους επιχειρηματικούς κλάδους. Μέσα από αυτές θα επανέλθει η κανονικότητα στην αγορά εργασίας, αφού ο σχηματισμός των μισθών, σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, αποτελεί μια υπόθεση η οποία ανήκει κατεξοχήν στους κοινωνικούς εταίρους, χωρίς την παραμικρή παρέμβαση του κράτους.
Συνταξιούχοι: Ο μνημονιακός κόφτης της προσωπικής διαφοράς. Αν υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία συμπολιτών μας, περί τις 700.000 δικαιούχοι, οι οποίοι ζουν ακόμη υπό καθεστώς μνημονίων, είναι χωρίς αμφιβολία οι συνταξιούχοι που διαθέτουν προσωπική διαφορά, η οποία τους αποκλείει από όποια, μικρή ή μεγάλη, αύξηση του ύψους των συντάξεων. Θεσπίστηκε με το νόμο Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016) και επαναβεβαιώθηκε με το νόμο Βρούτση ( ν. 4670/2020). Έτσι, παρά τις διαβεβαιώσεις του τότε υποψηφίου πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στις 11/12/2018 στη Βουλή, ότι «η προσωπική διαφορά θα καταργηθεί», παγιώθηκε με την ψήφιση νέου νόμου, ο οποίος αποκλείει μεγάλο τμήμα των συνταξιούχων από όποια αύξηση, μέσω της οποίας θα κάλυπταν τουλάχιστον ένα μέρος από την απολεσθείσα αγοραστική δύναμη της σύνταξής τους, λόγω του πληθωρισμού. Για αποκατάσταση της κατάφορης αυτής αδικίας απαιτείται η ολοσχερής κατάργησή της ρύθμισης, που ειρήσθω εν παρόδω, δεν συναντάται σε κανένα ασφαλιστικό σύστημα της Ευρώπης, έστω και έξι χρόνια αργότερα.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς