Όσο περνά ο καιρός, με τις επιθετικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, τόσο πιο ξεκάθαρη γίνεται η εικόνα των γεωπολιτικών ισορροπιών στον πλανήτη. Ο Αμερικανός πρόεδρος εξαπέλυσε την πολυμέτωπη δασμολογική επίθεσή του κατά του υπόλοιπου κόσμου γνωρίζοντας εκ των προτέρων με ποιους θα αντιμετώπιζε προβλήματα και ποιοι θα «υπάκουαν» στις απαιτήσεις του. Στην περίπτωση της Ευρώπης υπήρξε αυτό που μερικοί αποκάλεσαν «πλήρη συνθηκολόγηση», με την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποδέχεται το καλύτερο από τα χειρότερα σενάρια των αμερικανικών δασμών και τους Ευρωπαίους ηγέτες να «ικετεύουν» τον Τραμπ να στηρίξει την ευρωπαϊκή άμυνα απέναντι στον νέο εχθρό.
Η περίπτωση της Κίνας, ωστόσο, απέδειξε κάτι νέο. Η Κίνα φαίνεται πως προετοιμαζόταν δεκαετίες τώρα για ένα τέτοιο σενάριο, δίνοντας έμφαση στον εκσυγχρονισμό και τη βιομηχανοποίηση, ενώ παράλληλα το κράτος ανέπτυξε τα κατάλληλα εργαλεία για να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο προστατευτισμού και κρατισμού. Δεν είναι τυχαίο πως οι κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αντιστοιχούν στο 3% του ΑΕΠ της Κίνας, από 7% που ήταν πριν από δύο δεκαετίες. Το Πεκίνο είχε αποφασίσει προ πολλού να διαφοροποιήσει το εξαγωγικό μοντέλο του μακριά από τους Αμερικανούς καταναλωτές, κάτι που σημαίνει πως το πλήγμα που δέχεται από τους δασμούς Τραμπ είναι περιορισμένο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ το γνωρίζει καλά αυτό. Γι’ αυτό και η προσέγγισή του απέναντι στην Κίνα έχει πολύ μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με άλλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Απειλεί με δασμούς, με ανταποδοτικούς δασμούς, με κυρώσεις, με περιορισμό προμήθειας ημιαγωγών και τελικά καταλήγει στην άρση ή στη σημαντική μείωση των δασμών. Σε αυτό το παιχνίδι πόκερ, η Κίνα κρατάει πολύ γερό χαρτί.