Έχει περάσει περίπου ένα 10ήμερο και οι όροι της λεγόμενης συμφωνίας ΗΠΑ-Ε.Ε. για τους δασμούς και τις υπόλοιπες ρήτρες, όπως οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στις ΗΠΑ και οι αγορές ενέργειας, δεν έχουν ακόμη οριστεί με σαφήνεια.
Επιπλέον, αυτή η συμφωνία, η οποία θα περιγραφόταν πολύ καλύτερα ως αποδοχή μιας επιβολής από μια εξασθενημένη ευρωπαϊκή ηγεσία, πρέπει να επικυρωθεί από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το Ευρωκοινοβούλιο.
Οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές υποστήριξαν ότι δέχθηκαν τον δασμό 15% για να αποφευχθεί χειρότερη ζημιά με ακόμη μεγαλύτερους δασμούς. Αυτή η θέση, ωστόσο, δεν μπορεί να σταθεί, καθώς πλέον γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι οι απειλές είναι η διαπραγματευτική τεχνική του Τραμπ.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία των βέλτιστων δασμών, μια χώρα με ισχυρή ισχύ στην αγορά και που δεν φοβάται τα αντίποινα ορίζει δασμούς εισαγωγής προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα έσοδα.
Υπό αυτή την έννοια, ένας μέσος δασμός 15% στις εισαγωγές αγαθών από την Ευρώπη είναι πιθανόν το βέλτιστο επίπεδο για τις ΗΠΑ, δηλαδή το πιο οικονομικά αποδοτικό. Με άλλα λόγια, το απειλούμενο 30% ή 50% δεν θα ήταν πλέον οικονομικά αποδοτικό, επειδή η κατάρρευση των εισαγωγών θα υπεραντιστάθμιζε τον υψηλότερο δασμό. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η επίδραση στον εγχώριο πληθωρισμό.
Αυτές οι εκτιμήσεις, μαζί με τη γεωπολιτική φαίνεται να καθοδηγούν όλες τις αμερικανικές διαπραγματεύσεις με διάφορους εμπορικούς εταίρους.
Σίγουρα, η απειλή της απόσυρσης της αμερικανικής στρατιωτικής ομπρέλας από την Ευρώπη έπαιξε ρόλο στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας.
Ωστόσο, η Ευρώπη θα μπορούσε να συμβάλει στην αναζήτηση, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής και εμπορικής δομής. Αυτή η δήλωση παθητικής υπακοής σε σκωτσέζικο έδαφος και δη ιδιοκτησίας Τραμπ -που έχει τον συμβολισμό του- την απομακρύνει από αυτήν την αναζήτηση, η οποία είναι η πραγματική απάντηση στην εμπορική επιθετικότητα.
Το ζητούμενο είναι μια πολυμερής συμφωνία για τον καθορισμό νέων κανόνων που ισχύουν για όλους, και όχι διμερείς διαπραγματεύσεις οι οποίες, εκτός από αυτήν μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, είναι μεταξύ ασύμμετρων δυνάμεων.