«Ε, όχι και να πέσει η κυβέρνηση για ένα κωλόσπιτο!», είχε πει το μακρινό 1994 ο μακαρίτης Ευάγγελος Γιαννόπουλος, όταν είχε φουντώσει η κριτική για την κατοικία του Ανδρέα Παπανδρέου στην οδό Αγράμπελης, στην Εκάλη.
Τριάντα και, χρόνια μετά, με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ να έχει προκαλέσει επίσης τη δικαιολογημένη οργή της κοινωνίας, η κυβέρνηση προσπαθεί να το «αντιμετωπίσει»- είδαμε τι έγινε στη Βουλή– αλλά και με παραιτήσεις.
«Ε, όχι και να πέσει η κυβέρνηση για μια παλιό Φεράρι», θα μπορούσε να πει σήμερα κάποιος άλλος πολιτικός της κυβερνητικής παράταξης, με όλα όσα καταμαρτυρούνται για τις παράνομες επιδοτήσεις από τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Για να καταλαγιάσει ο θόρυβος και πριν πάρει η υπόθεση ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ο δρόμος που χαράχτηκε ήταν η παραίτηση της κυρίας Καλλιόπης Σεμερτζίδου από τη θέση της Συντονίστριας της ΝΔ για τους Κοινοτικούς Πόρους και της Γυναικείας Επιχειρηματικότητας .
Κλιμάκιο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, έκανε μάλιστα έφοδο στα γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, για να καμιά δεκαριά πρόσωπα-δημοσιεύματα περιλαμβάνουν σε αυτά και την παραιτηθείσα -για να ελέγξουν αν οι επιδοτήσεις ήταν νόμιμες και αν έχει τελεστεί το αδίκημα ξεπλύματος χρήματος.
Δύσκολη η πολιτική
Η πολιτική είναι μια δύσκολη υπόθεση στις μέρες μας. Κάθε απόφαση, ακόμη και για παραίτηση, δεν φαίνεται να ρίχνει τους τόνους της αντιπαράθεσης. Οδηγεί σε ακόμη πιο έντονη κριτική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και από την αντιπολίτευση και στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Και στο παρελθόν, υπουργοί έχουν παραιτηθεί για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Επειδή οι ίδιοι πυροδότησαν σκάνδαλα. Ή επειδή ανέλαβαν την ευθύνη για λάθη που δεν διέπραξαν προσωπικά. Αλλά πλέον έχει αλλάξει η «κουλτούρα της παραίτησης».
Το εξηγεί ο Φρανκ Ούμπεραλ, πρώην πρόεδρος της Ένωσης Γερμανών Δημοσιογράφων και καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μέσων Ενημέρωσης, Επικοινωνίας και Οικονομικών, στην Κολωνία. Ο Φρανκ έχει γράψει βιβλία για το θέμα της «παραίτησης» των πολιτικών και ως εκ τούτου έχει μελετήσει το φαινόμενο σε βάθος.
Οι πολιτικοί δεν παραιτούνται εύκολα ακόμη κι αν κατηγορούνται για σκάνδαλα, λέει ο Ούμπεραλ. «Από τη μία πλευρά, αυτό συμβαίνει από την υποβάθμιση των ηθικών αξιών. Οι πολιτικοί γενικά ενδιαφέρονται για το δικό τους πλεονέκτημα.Μιας παραίτησης προηγείται πάντα μια ανάλυση κόστους-οφέλους. Η ομάδα που υποστηρίζει τον πολιτικό, είτε πρόκειται για το κόμμα ή την κυβέρνηση,ζυγίζει τα οφέλη της διατήρησης αυτού του ατόμου. Και ποιο είναι το κόστος. Ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά και συνήθως κάποιος σκληρόπετσος πολιτικός με σκληρό δέρμα και καλές διασυνδέσεις επικρατεί. Και τελικά παραμένει στο αξίωμα.
Από αυτή την άποψη, είναι «πιο επιτυχημένος» από πολιτικούς που παραιτήθηκαν από αίσθημα ευθύνης», τονίζει ο Γερμανός δημοσιογράφος και καθηγητής και προσθέτει: «Το αν ένας πολιτικός πρέπει να παραιτηθεί δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τις κατηγορίες για τις οποίες κατηγορείται. Αυτός είναι μόνο ένας παράγοντας, και όχι απαραίτητα ο πιο σημαντικός. Τελικά, αυτό που έχει σημασία είναι αν ο εν λόγω πολιτικός έχει επαρκή υποστήριξη εντός του κόμματός του».
Και εμείς; «Και συ λοιπόν στέκεις βουβός με τόσες παραιτήσεις, βουβός από φωνή, από τροφή,από άλογο από σπίτι. Στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν», έγραφε ο μεγάλος μας ποιητής Μιχάλης Κατσαρός στο «Υστερόγραφο» και προσθέτει:
«Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί-καθώς διαβάστηκε-ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο. Πριν διαβαστεί, όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους. Αλλάξανε φράσεις σημαντικές ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς τη νέα βουή στα δάση τον άνεμο τον σκότωσαν – τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα -ποιος είναι αυτός που πνίγει».