Μια πολύ πικρή γεύση άφησε στα στόματα των περισσότερων Ευρωπαίων η «εμπορική ειρήνη» που υπέγραψε η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με τον Ντόναλντ Τραμπ .
«Μια κακή συμφωνία» όπως γράφει σήμερα η ισπανική El Pais στο κύριο άρθρο της. Μια συμφωνία «υποταγής» της ΕΕ στις ΗΠΑ, κατά τη γαλλική κυβέρνηση.
Στο θέρετρο του γκολφ στη Σκωτία που υπεγράφη η «συμφωνία» υπήρχε άλλωστε ένας ισχυρός, εκλεγμένος ηγέτης με πλήρη λαϊκή νομιμοποίηση και εκτελεστική εξουσία από τον Αμερικανικό λαό.
Από την άλλη πλευρά, η κυρία φον ντερ Λάιεν, η οποία σαφώς και δεν αντικατοπτρίζει άμεσα τη βούληση των Ευρωπαίων πολιτών ή των μεμονωμένων κυβερνήσεων.
Στη Σκωτία απλά, έγινε μια διαπραγμάτευση μεταξύ του Τραμπ και του…Τραμπ. Η άλλη πλευρά, απλώς δεν ήταν… εκεί. Όχι μόνο λόγω θεσμικής αδυναμίας, αλλά και λόγω σημαντικής έλλειψης ισχυρής βούλησης. Και όλα αυτά με έναν υποτιθέμενο εταίρο που έχει αποδειχθεί εντελώς αναξιόπιστος!
Πυροδότησε πόλεμο εντός της ΕΕ
Κι όμως: Η πρόεδρος της Κομισιόν προτίμησε να πυροδοτήσει τον πόλεμο λοιπόν, εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Προσπαθώντας δήθεν, να ξορκίσει τα χειρότερα, η επικεφαλής της «ουράνιας γραφειοκρατίας» των Βρυξελλών, συνθηκολόγησε απέναντι στον Αμερικανό πρόεδρο.
Δύσκολα άλλωστε μπορεί να χαρακτηριστεί «συμφωνία» μια απόφαση με την οποία η ΕΕ δέχεται χωρίς αντίμετρα, γενικούς δασμούς 15% στο μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όταν επίσης, η φον ντερ Λάιεν δεσμεύει τις 27 χώρες μέλη να αγοράσει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ, αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για τα επόμενα τρία χρόνια, αλλά και να αυξήσουν τις αγορές αμερικανικών όπλων.
Το αποτέλεσμα της «συμφωνίας» είναι ότι τα προϊόντα που πουλάει η ΕΕ στις ΗΠΑ θα αυξηθούν από μια μέση επιβάρυνση μικρότερη από 5%, σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε περίπου 17%.
Αυτό το ποσοστό θα μπορούσε να αφαιρέσει δύο ή τρία δέκατα της ποσοστιαίας μονάδας από την αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Μια σημαντική επίπτωση όταν η οικονομία της ΕΕ θα αναπτυχθεί μόλις κατά 1,1% φέτος και κατά 1,5% του χρόνου.
Ποιόν ωφελεί άραγε μια «συμφωνία» που υποχρεώνει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να πραγματοποιήσουν επενδύσεις ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αυξάνοντας τον κίνδυνο αποβιομηχανοποίησης της Ευρώπης;
Ειδικά όταν -σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι– η ΕΕ έχει επενδυτικό κενό 800 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Ολες αυτές οι υποχωρήσεις, χωρίς καμία παραχώρηση από τον Τραμπ, ο οποίος στην πραγματικότητα διατηρεί δασμό 50% στο αλουμίνιο και τον χάλυβα και, για να τον διαπραγματευτεί ξεχωριστά, δεν έχει συμπεριλάβει ένα βασικό στοιχείο στον γενικό φόρο του 15%: τα φαρμακευτικά προϊόντα. Την μεγάλη βιομηχανία της Ευρώπης και της Ελλάδας, φυσικά.
Όλα για τη Γερμανία
Η Γερμανίδα φον ντερ Λάιεν μόνο για έναν τομέα «διαπραγματεύθηκε»: την αυτοκινητοβιομηχανία –την παραδοσιακή βιομηχανία της πατρίδας της άλλωστε!
Οι δασμοί για τα αυτοκίνητα που θα εξάγονται στις ΗΠΑ θα μειωθούν από το σημερινό 25%, στο 15%. Αυτό ζητούσε το Βερολίνο, αυτό «κατάφερε» η φον ντερ Λάιεν. Εξ` ου και η αντίδραση της Γαλλίας.
Όσο και αν η Ευρώπη διοικείται από «πολιτικούς νάνους», δεν μπορεί να αποδεχτεί αυτή την δρακόντεια συμφωνία. Γιατί η υιοθέτησή της από τους 27 θα σήμαινε τελικά την παραίτηση από το όραμα να αποτελέσει έναν ισχυρό διεθνή παράγοντα.
Η φον ντερ Λάιεν πρόσφατα κατόρθωσε να διασωθεί πολιτικά από την πρόταση μομφής στο Ευρωκοινοβούλιο. Τώρα όμως δεν αποκλείεται να ξαναπεράσει την ίδια δοκιμασία, όπως ήδη λένε αρκετοί ευρωβουλευτές, από όλες τις πολιτικές ομάδες.