Οι αρχαίες τραγωδίες είναι πολλά περισσότερα από αφηγήσεις.
Γιατί στην καρδιά της ταραχώδους τούτης εποχής, που μεταμφιέζεται σε εκθαμβωτική πρόοδο και αβυσσαλέα αβεβαιότητα σαν σαχλός κομπάρσος, στρέφουμε το βλέμμα στους αρχαίους τραγωδούς με δαγκωτική πείνα και δίψα παροξυσμική; Γιατί ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης γίνονται καμπάνες του παρελθόντος που ηχούν καλεστικά, αν όχι παρακλητικά;
Η απάντηση βρίσκεται στην ίδια την ανθρώπινη φύση, που παραμένει αμετάβλητη, παρά τις εξωτερικές μεταμορφώσεις.
Οι αρχαίες τραγωδίες είναι πολλά περισσότερα από αφηγήσεις. Είναι καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν τα πιο βαθιά πάθη, τους πιο σκοτεινούς φόβους και μαζί τις πιο φωτεινές ελπίδες. Ο Οιδίποδας είναι ο καθένας μας, που παλεύει με τις συνέπειες των επιλογών ή ενάντια στο πεπρωμένο. Η Μήδεια γίνεται θυσία προσωποποιημένη και ο πόνος της μας αφορά ως το μεδούλι. Η Αντιγόνη μάς καλεί σε μπραντεφέρ με τις αξίες μας, ενώ οι Βάκχες μας υπενθυμίζουν τον κίνδυνο των ενστίκτων.
Και χώροι όπως η Επίδαυρος, η Δωδώνη, το Ηρώδειο και τα μικρά θέατρα της επαρχίας, τα καλοκαίρια γίνονται πανεθνικοί ενωτικοί πυρήνες που μας μετατρέπουν σε κρίκους αναζητητών για απαντήσεις στα ίδια υπαρξιακά ερωτήματα. Και η αίσθηση του ανήκειν σε κάτι σπουδαίο, μας έλκει με μια δύναμη σχεδόν μυστικιστική.
Κείμενα χαραγμένα στις πέτρινες πλάκες της ανθρώπινης εμπειρίας με την γλώσσα ποτισμένη ιεροσύνη κόντρα στην φλυαρία της σύγχρονης επικοινωνίας, επικρατούν. Οι στίχοι του Σοφοκλή αξιώνουν καταβύθιση, εσωτερική σύνδεση και εν τέλει Κάθαρση. Κλαίμε, φοβόμαστε, θυμώνουμε, αλλά στο τέλος απελευθερωνόμαστε.
Σε χαλεπούς καιρούς, οι αρχαίοι τραγωδοί γίνονται πυξίδες. Και οι αρχαίες τραγωδίες πύλες που οδηγούν στα βάθη της ύπαρξης. Και τα αρχαία θέατρα εκπέμπουν φως σε πάθη φλογερά, αγωνίες εφτασκότεινες, αλλά και ελπίδες όλο λάμψη.