Το ελληνικό καλοκαίρι που μας μεγάλωσε ήταν αλμύρα κι ελευθερία. Ήταν ξυπόλυτες μέρες στην παραλία, ερωτευμένες βραδιές στο νησί, βουτιές στο μπλε, κλεμμένα σύκα και τεμπέλικα μεσημέρια.
Το ελληνικό καλοκαίρι ήταν μελτέμι, δίχτυα και ισότητα. Για όλους είχε και όλους τους χωρούσε εκείνο το καλοκαίρι. Στο εξοχικό, στους κουμπάρους, στο ενοικιαζόμενο (με τον χρόνο) του θείου, στο σπίτι του παππού στο χωριό που, με έναν μαγικό τρόπο, χωρούσε μισή ντουζίνα ξαδέρφια και τους κολλητούς τους μαζί.
Δεν ήταν διακοπές, ήταν νομοτέλεια. Κομμάτι του αυτονόητου της ελληνικής ύπαρξης. Χωρίς εκείνο το καλοκαίρι, δεν ερχόταν φθινόπωρο και δεν υπήρχε χειμώνας.
Τώρα, το ελληνικό καλοκαίρι μυρίζει κλιματισμό και φυσάει αποκαΐδια. Η παραλία είναι καμίνι που βράζει, τα μεσημέρια επιβιώνεις μόνον αγκαλιά με το air condition και το σπίτι στο χωριό μοιάζει κουφάρι σε κρανίου τόπο. Το δάσος έγινε ολοκαύτωμα και σώθηκε μόνον ο παππούς γιατί του έστειλαν 112.
Στο νησί έχει γίνει Airbnb μέχρι και το τρίτο υπόγειο, του εξοχικού συμπεριλαμβανομένου. Το ενοικιαζόμενο του θείου είναι πια resort με spa και gourmet πρωινό και στα σοκάκια δεν έχει από πού να περάσεις και πού να σταθείς γιατί εφορμούν οι τουριστικές ορδές από τα κρουαζιερόπλοια.
Κι εάν, παρ’ ελπίδα, βρεις μια γωνιά να καθίσεις, μπορεί και να πληρώσεις 17 ευρώ για μια χωριάτικη. Διότι οι ελληνικές διακοπές δεν είναι πια νομοτέλεια, είναι κοινωνικό statement. Προϊόν με ονομασία προέλευσης, αποκλειστικά για τους έχοντες.
Οι υπόλοιποι μπορούν απλώς να συνεχίσουν να ζουν το θερινό όνειρο του κλιματισμού. Μετρώντας επιπλέον κιλοβατώρες στους λογαριασμούς του ρεύματος και ψάχνοντας ποιος σκότωσε πρώτος το ελληνικό καλοκαίρι. Η κλιματική αλλαγή ή εμείς;