Η πρωινή σκόνη χορεύει στον αέρα, αμέριμνη.
Ο Αχμέντ, 38χρονος λογιστής, ξυπνά στο λιτό του διαμέρισμα στο Αλ-Καφρ. Το πέτρινο σπίτι μυρίζει καφέ και φρεσκοψημένο ψωμί από τα χέρια της Φάτιμα, της γυναίκας του. Τα παιδιά τους, ο 10χρονος Χαλίντ και η 7χρονη Λάιλα, γελούν, παλεύοντας για το τελευταίο maamoul. Η στιγμή, ζεστή, σχεδόν ιερή, κρύβει μια εύθραυστη αλήθεια: Στη Σουγουαΐντα, η ζωή κρέμεται από μια κλωστή.
Ο Αχμέντ παίρνει το παλιό του Fiat και κατευθύνεται στο γραφείο του, κοντά στην κεντρική πλατεία. Οι ψίθυροι για ισραηλινές επιδρομές και συγκρούσεις στην Κουνέιτρα φτιάχνουν ένα μουρμουρητό σαν ενοχλητικό σμήνος από έντομα που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. «Ακούσατε για χθες;» ρωτά ένας συνάδελφος. Ο Αχμέντ κουνά το κεφάλι και βυθίζει τη σκέψη του στους αριθμούς. Σχεδόν το καταφέρνει και αυτή η ευκολία για μια στιγμή του φαίνεται τρομακτική.
Το απόγευμα, στο σουκ του Μαντζί, η ζωή πάλλεται. Ο ήχος του ούτι αναμειγνύεται με τη μυρωδιά του φαλάφελ και του σάουαρμα που ζητά ο Χαλίντ. Η Λάιλα χαζεύει τα πολύχρωμα υφάσματα. Ένα μακρινό βουητό αεροπλάνου παγώνει τη στιγμή. «Είναι μακριά», λέει ο Αχμέντ, τραβώντας από τα δόντια του φόβου την πειθώ.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σουγουαΐντα, ο Αχμέντ ψάχνει καταφύγιο στην ιστορία. Τα παιδιά θαυμάζουν ψηφιδωτά και νομίσματα. Το σμήνος τούς ακολουθεί. Οι φύλακες ανταλλάσσουν, σιγομουρμουρίζοντας, φόβους για νέες επιθέσεις.
Σουρουπώνει. Η οικογένεια επιστρέφει σπίτι. Το Όρος Χερμόν στον ορίζοντα, στέκει σιωπηλό, σαν ταπεινωμένο, υπό την ξένη κατοχή. Στο δείπνο, το ρύζι με φακές και γιαούρτι προσφέρει παρηγοριά. Ένα μαχητικό αεροσκάφος σκίζει την γαλήνη. «Είναι μακριά», επαναλαμβάνει ο Αχμέντ, σαν ξόρκι, σαν προσευχή. Τα παιδιά τον κοιτούν, ψάχνοντας αυτό που δεν μπορεί να τους εγγυηθεί. Την ασφάλεια.
Η Σουγουαΐντα μάχεται να επιβιώσει. Η ζωή ισορροπεί στο χείλος του χάους. Η ειρήνη γίνεται όνειρο πολυτελείας και η ελπίδα πεισμώνει. Ο Αχμέντ κοιτά τον ουρανό και περιμένει τη στιγμή που θα γίνει και πάλι αυτό για το οποίο προορίζεται: Απλώς ουρανός.