Skip to main content

Ξέρουν τι φταίει, αλλά κανένας δεν τολμάει

Οι πρωτοετείς των οικονομικών σχολών γνωρίζουν ότι χωρίς επενδύσεις σε τεχνολογία, καινοτομία και αναβάθμιση δεξιοτήτων τα εισοδήματα θα βρίσκονται στη ζώνη του λυκόφωτος, χωρίς προοπτική πραγματικής βελτίωσης

Κατά τον ΟΟΣΑ, οι Έλληνες εργάζονται κατά μέσο όρο 1.886ώρες τον χρόνο και οι Ευρωπαίοι 1.570 ώρες. Και ενώ εμείς έχουμε 20% περισσότερες ώρες, το αποτέλεσμα είναι να είμαστε στα μισά της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας. Η τελευταία, για να αυξηθεί, θέλει επενδύσεις πραγματικές και όχι επιδόματα.

Ειρήσθω εν παρόδω, στις 14 Ιουλίου η ΔΥΠΑ άνοιξε μια πλατφόρμα για ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα με voucher 750 ευρώ. Την επομένη μέρα η ΔΥΠΑ ανακοίνωσε ότι η πλατφόρμα έπεσε λόγω τεχνικού προβλήματος, το οποίο συνεχίστηκε και χθες. Για να πέσει η πλατφόρμα, σημαίνει ότι μπήκαν 100.000 άτομα μαζεμένα, κυνηγοί voucher και επιδομάτων, που είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης επενδύσεων. Την απάντηση, όμως, στο τι φταίει και η παραγωγικότητα είναι κολλημένη, την έδωσε πρόσφατα ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Σπύρος Θεοδωρόπουλος, μιλώντας στην ετήσια γενική συνέλευση του Συνδέσμου. Όπως είπε, «δεν εί-ναι οι εργαζόμενοι υπεύθυνοι για τη χαμηλή παραγωγικότητα. Την κύρια ευθύνη τη φέρει το κράτος και δευτερευόντως εμείς οι επιχειρήσεις».

Οι πρωτοετείς των οικονομικών σχολών γνωρίζουν ότι χωρίς επενδύσεις σε τεχνολογία, καινοτομία και αναβάθμιση δεξιοτήτων τα εισοδήματα θα βρίσκονται στη ζώνη του λυκόφωτος, χωρίς προοπτική πραγματικής βελτίωσης. Και η Ελλάδα, που διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, αποτελεί βασίλειο εντάσεως εργασίας, που αποτυπώνεται εν εκτάσει και στον τουριστικό τομέα. Το αντίθετο θα ήταν η κεφαλαιακή ένταση και η ενσωμάτωση τεχνολογιών που θα ανταποκρίνονταν σε μια περισσότερο βιομηχανοποιημένη οικονομία, με τη μεταποίηση να είναι κυρίαρχη και στον πρωτογενή τομέα, όπου σκανδαλωδώς είθισται η εκάστοτε κυβέρνηση να ευνοεί κάποιους σε βάρος των πραγματικών αγροτών. Το κράτος πρέπει να βρει τρόπους να ενισχύσει τις επενδύσεις και όσο αυτές δεν γίνονται έχει την ευθύνη, την οποία μοιράζεται με τους επιχειρηματίες, οι οποίοι συνηθίζουν να λειτουργούν σε χαμηλές ταχύτητες, κερδοφόρες για τους ίδιους, αλλά μεσοπρόθεσμα επιβαρυντικές για την οικονομία.

Η ανάπτυξη το 2024 έτρεξε με ρυθμό 2,3% και φέτος πάμε για 2,2%. Καλό σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά στηρίζεται στην κατανάλωση, στο ζημιογόνο τουριστικό μοντέλο και στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα προηγούμενα, με τη βοήθεια του πληθωρισμού, γεμίζουν τα κρατικά ταμεία, καθώς οι φόροι είναι υψηλοί. Στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, το πλεόνασμα του προϋπολογισμού ανήλθε στα 4,66 δισ. ευρώ, με τις εισπράξεις από φόρους να ανέρχονται στα 32,3 δισ. ευρώ. Με 24% ΦΠΑ, στα 10 ευρώ ενός προϊόντος το κράτος εισπράττει 2,40 ευρώ και αν η τιμή αυξηθεί στα 20ευρώ, εισπράττει 4,80 ευρώ, δηλαδή τα διπλάσια.

Τα παραπάνω, μαζί με πολλές άλλες ιδέες για φόρους, είναι αποτέλεσμα και της έλλειψης επενδύσεων που σχετίζεται με τις θεσμικές ανεπάρκειες που διατηρούμε στο Δημόσιο, το οποίο εκ τηςφύσεώς του θέλει να τους φέρει όλους στα μέτρα του και νατους φορολογεί κατά το δοκούν!