Βρισκόμαστε στις μέρες της επετείου από μια σχεδόν ξεχασμένη αλλά διδακτική στιγμή των αγορών: τη «φούσκα της σιγουριάς» του 1990. Τότε που οι δείκτες της Wall Street κατέγραφαν αλλεπάλληλα ρεκόρ, παρότι τα σύννεφα συγκεντρώνονταν στον Περσικό Κόλπο.
Οι επενδυτές αγνοούσαν τις κόκκινες σημαίες της γεωπολιτικής, μέχρι που ήρθε η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ και οι αγορές βυθίστηκαν με πτώση 21% μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Τέτοιες «φούσκες σιγουριάς» δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των χρηματιστηρίων. Εμφανίζονται και στην πολιτική, όταν κυβερνήσεις και κόμματα λειτουργούν σαν να απολαμβάνουν ανοσία απέναντι σε κάθε κρίση, κάθε σκάνδαλο, κάθε πρόκληση. Μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που κρατάει όσο κρατάει το σερί της επιτυχίας — μέχρι να σκάσει.
Η ελληνική κυβέρνηση, που μέχρι χθες επένδυε σε οικονομικά success stories και αφηγήματα επενδυτικής ανάτασης (η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται πράγματι δυναμικά και το ΧΑ κάνει πάρτι) βρίσκεται σήμερα να απολογείται για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ένα σκάνδαλο με πρωταγωνιστές «γαλάζιους» υπουργούς, κομματάρχες και έναν πακτωλό ευρωπαϊκών χρημάτων. Κι αν νομίζει ότι θα ξεμπερδέψει πετώντας το μπαλάκι στο παρελθόν μέσω μιας εξεταστικής που μας πάει πίσω στο 1998, τότε μάλλον δεν βλέπει τη νέα εικόνα: ένα κακοκουρδισμένο πολιτικό αφήγημα, με ανοιχτά μέτωπα σε όλα τα πεδία.
Από τις προκλήσεις της Τουρκίας και το φιάσκο με τη Λιβύη, μέχρι τη ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Κρήτη, όπου ο Χαφτάρ, φίλος μέχρι πρότινος, μοιάζει να έχει περάσει στο στρατόπεδο Ερντογάν– η πραγματικότητα πιέζει.
Και απέναντι σε όλα αυτά, η κυβέρνηση επιμένει να απαντά με τη γνωστή σιγουριά: «Θα πάρουμε τα λεφτά πίσω», «θα ελέγξουμε τις ροές».
Μόνο που η πολλή σιγουριά, όπως και στις αγορές του 1990, έχει συχνά ένα τίμημα. Και αυτό καλείται ενίοτε να το πληρώσει αυτός που μέχρι χθες πίστευε πως ήταν άτρωτος.