Skip to main content

Το Δημογραφικό αφετηρία για ριζικές αλλαγές στην Εκπαίδευση

αίθουσα με φοιτητές, ιδιωτικά πανεπιστήμια

Η Ελλάδα γερνάει και ταυτόχρονα συρρικνώνεται - Τι πρέπει να κάνουμε

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Η Ελλάδα γερνάει και ταυτόχρονα συρρικνώνεται. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών κατέγραψαν  για το 2024  διπλάσιους θανάτους (125.000) έναντι (62.000) γεννήσεων.

Ακόμη χειρότερα, με βάση τα συμπεράσματα μελετών εγνωσμένου κύρους ινστιτούτων, οι διαγραφόμενες τάσεις για το μέλλον αναδεικνύουν το δημογραφικό, ως τη μεγαλύτερη απειλή για τις επόμενες δεκαετίες.

Το 2050 η χώρα, αν δεν υπάρξουν αποτελεσματικές παρεμβάσεις, θα αριθμεί 1,3 εκ. κατοίκους λιγότερους, αφού είναι βέβαιο, ότι το ποσοστό αναπλήρωσης των γενεών θα συντηρηθεί στο 1,3 τέκνα ανά μητέρα, έναντι των 2,1 που απαιτείται για τη διατήρηση της ισορροπίας.

Η συρρίκνωση του πληθυσμού συνεπάγεται αυτόματα και τη μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 500.000 άτομα, όπως αναφέρεται στις μελέτες, με ότι αυτό σημαίνει για την ανάπτυξη της οικονομίας, το ασφαλιστικό, την ασφάλεια της χώρας αλλά και μια σειρά από άλλους τομείς στους οποίους προβλέπεται αποδυνάμωση.

Παρά τα όποια μέτρα έχουν ληφθεί διαχρονικά από τις κυβερνήσεις για τη βελτίωση της κατάστασης, αυτά φαίνεται να μην αποδίδουν, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η κατάσταση δεν είναι πλέον αναστρέψιμη. Έτσι, η ενσωμάτωση περισσότερων γυναικών στην παραγωγική διαδικασία, η εισροή αλλοδαπών ή η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, είναι πιθανόν σε θέση να αμβλύνουν λίγο το πρόβλημα, όχι όμως και να το λύσουν.

Διαφορετικής διάστασης είναι βέβαια η προσπάθεια επαναπατρισμού των νέων επιστημόνων, για τους οποίους τα βασικά κίνητρα εγκατάλειψης της χώρας είναι οι εργασιακές συνθήκες και ο αξιοπρεπής μισθός. Ακριβώς αυτές οι προϋποθέσεις είναι που δεν ικανοποιούν τα ελληνόπουλα της διασποράς και δεν επαναπατρίζονται, αντίθετα μάλιστα συνεχίζουν να αναζητούν εργασία στο εξωτερικό με καλύτερες και  αξιοπρεπέστερες συνθήκες.

Η επιδείνωση στο δημογραφικό  σηματοδοτεί την ανάγκη για λήψη μέτρων αντιμετώπισης, τα οποία να είναι ικανά να καλύψουν τα κενά με τη βελτίωση της παραγωγικότητας σε συνθήκες μειωμένου εργατικού δυναμικού, που διαθέτει όμως  αυξημένες δεξιότητες. Άλλωστε, η αγορά εργασίας από μόνη της δείχνει το δρόμο, αφού σε μια χώρα που κατέχει τη δεύτερη θέση στην ανεργία στην Ευρώπη, ταυτόχρονα παρατηρείται και μεγάλη έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού σε πολλούς τομείς, κυρίως εκεί που απαιτείται υψηλή τεχνολογική εξειδίκευση.

Καιρός λοιπόν, η Πολιτεία να επικεντρώσει τις προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος με γνώμονα τις μελλοντικές εξελίξεις και να μη στηρίζεται αποκλειστικά σε μέτρα και πρακτικές του παρελθόντος τα οποία δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.

Το ανθρώπινο δυναμικό μιας χώρας αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, τη σημαντικότερη συνιστώσα σχηματισμού του εθνικού της εισοδήματος, το οποίο διαμορφώνει όχι μόνο το επίπεδο ευημερίας αλλά και το συνολικό πλέγμα των κοινωνικών αξιών όπως είναι η ελευθερία, ο πολιτισμός, τα γράμματα, οι τέχνες, η ασφάλεια, η διεθνής καταξίωση.

Η συμβολή του εξαρτάται όχι μόνο από το ονομαστικό του μέγεθος, αλλά και από τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά. Ακριβώς αυτή η συνιστώσα βρίσκεται διαχρονικά σε μεγάλη υστέρηση στη χώρα μας, κάτι που αποτυπώνεται στους χαμηλούς δείκτες παραγωγικότητας, όχι μόνο έναντι των μεγάλων ανεπτυγμένων οικονομιών, αλλά ακόμη και έναντι των βαλκανικών γειτόνων μας, οι οποίες πριν από μόλις τρεις δεκαετίες  άρχισαν να λειτουργούν σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς της οικονομίας τους. Η κατάσταση στη χώρα παρά τη μεγάλη κρίση που πέρασε δεν έχει βελτιωθεί, αφού το παραγωγικό μοντέλο δεν έχει αλλάξει, ενώ η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να υποχωρεί διαρκώς, όπως αναφέρεται και στην πρόσφατα δημοσιευμένη επετηρίδα του International Institute for Management Development για το 2024, όπου απώλεσε τρεις θέσεις, από την 47η στην 50η ανάμεσα στις 69 χώρες που περιλαμβάνει ο δείκτης.

Εστίαση σε παιδεία και έρευνα

Το ζητούμενο για τη χώρα είναι η στροφή των επενδύσεων και η αξιοποίηση των πόρων που διαθέτει, από τις λιγότερο παραγωγικές, παραδοσιακές χρήσεις, όπως είναι ο τουρισμός και η οικοδομή, στις νέες τεχνολογίες υψηλής παραγωγικότητας και αποδοτικότητας. Επιβάλλεται η δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος που να ευνοεί τη διενέργεια παραγωγικών επενδύσεων από ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις, στο πλαίσιο ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου ανάπτυξης, για παράδειγμα μια «Ατζέντα 2035».

Κλειδί, ως αποφασιστικό όχημα  για αυτή τη μετάβαση, αποτελεί μια βαθιά μεταρρύθμιση στους στόχους και κυρίως στο περιεχόμενο της παιδείας σε όλη την κλίμακα, από το δημοτικό έως και τα μεταπτυχιακά προγράμματα.

Οδηγός αναζήτησης των πρωτοποριακών επιλογών για  την παιδεία του αύριο και τις απαιτούμενες δεξιότητες των νέων μπορεί να αποτελέσει, χωρίς ενδοιασμούς, η Πυξίδα Μάθησης 2030 (Learning Compass 2030) του ΟΟΣΑ. Το βασικό ερώτημα που απασχολεί έντονα τις κοινωνίες είναι η ανεύρεση τρόπων, μεθόδων και διαδικασιών προετοιμασίας των νέων, για να ανταπεξέλθουν σε ένα απαιτητικό εργασιακό περιβάλλον, όπου τώρα διαμορφώνεται το περιεχόμενο των θέσεων εργασίας, άρα και τα απαιτούμενα προσόντα. Τι θα πρέπει να περιέχει το σακίδιο των βασικών τους μαθησιακών αποσκευών, ώστε όχι μόνο για να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τις νέες τεχνολογίες πχ την Tεχνητή Nοημοσύνη, αλλά ταυτόχρονα να τις συνδιαμορφώνουν. Σε αυτή τη διαδικασία, είναι αυτονόητο, ότι κυρίαρχο ρόλο έχει η εκπαίδευση σε όλες της τις βαθμίδες.

Οι τομείς, που αναδεικνύονται για τη συνεισφορά τους στη βελτίωση της παραγωγικότητας, αλλά και στην πρόοδο της νέας γνώσης, αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία με το ακρωνύμιο STEM. Πρόκειται για τα αρχικά στην αγγλική γλώσσα των επιστημονικών κλάδων της Επιστήμης (φυσική), της Τεχνολογίας, της Μηχανικής και των Μαθηματικών, που αποτελούν ένα πλαίσιο εκπαίδευσης μαθητών και φοιτητών, το οποίο θα τους οδηγήσει στην αναζήτηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων, χρήσιμων για την ένταξή τους σε ένα ευνοϊκό γι’ αυτούς  περιβάλλον, ικανό να διασφαλίζει όχι μόνο προσωπική πρόοδο αλλά και της κοινωνίας    γενικότερα.

Αυτοί οι επιστημονικοί κλάδοι ανήκουν στους πλέον καινοτόμους, εμφανίζουν δε διαχρονικά μεγάλη ζήτηση και ως εκ τούτου υπόσχονται και  υψηλές αποδοχές στους φιλόδοξους υποψήφιους. Άλλωστε, στις περισσότερες χώρες διαπιστώνεται έλλειψη στελεχών με ειδίκευση για παράδειγμα στην πληροφορική καθώς και σε πολλά άλλα τεχνολογικά επαγγέλματα, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ζήτημα προσφοράς ανθρώπινου δυναμικού στους συγκεκριμένους  τομείς.

Επειδή δε το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό, η αποτελεσματική αντιμετώπισή του δεν εξαρτάται μόνο από το σχολείο ή το πανεπιστήμιο, αλλά πρέπει να είναι προϊόν συνεργασίας, της Πολιτείας που θέτει το πλαίσιο και τους πόρους, τις ενώσεις εργοδοτών και εργαζομένων που καταγράφουν τις μελλοντικές ανάγκες και των πανεπιστημίων που αναλαμβάνουν την υλοποίηση, με την παραγωγή και παροχή γνώσης τόσο στη διδασκαλία όσο  και στην έρευνα. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας πρέπει να είναι συγκεκριμένες θεμελιώδεις δράσεις, όπως:

  • Ενισχυμένος αριθμός προσλήψεων καθηγητών ΑΕΙ, με ειδικότητες στους τομείς STEM
  • Αυξημένος αριθμός υποψήφιων φοιτητών για τα ΑΕΙ στους ίδιους τομείς με έμφαση στην πληροφορική
  • Συγκεκριμένες δράσεις, ενίσχυση και κατανομή πόρων καθώς και ανάθεση στα επιμέρους ιδρύματα του ερευνητικού έργου, το οποίο θα είναι αποτέλεσμα μακρόχρονου κοινού σχεδιασμού.

Συμπερασματικά αξίζει να σημειωθεί, ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει ανησυχητικές δημογραφικές εξελίξεις, που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπισθούν με επιτυχία, αν δεν υπάρξει μια ριζική αναδιάρθρωση της παρεχόμενης γνώσης από τα σχολεία κι τα πανεπιστήμια.

Με άλλα λόγια η συρρίκνωση του πληθυσμού θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας του εναπομείναντος εργατικού δυναμικού.

Ο κόσμος μας αλλάζει και οι περισσότερες αλλαγές συνοδεύονται από την ανάγκη προώθησης της ψηφιοποίησης στους περισσότερους τομείς της ζωής μας και κυρίως στην αγορά εργασίας.

Αυτές οι αλλαγές μας οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι στη διαμόρφωση των επαγγελμάτων του μέλλοντος απαιτούνται ενισχυμένες γνώσεις των ειδικοτήτων που σχετίζονται με τις STEM.

Και για να μην δημιουργηθούν λανθασμένες εντυπώσεις. Η στροφή προς τη νέα γνώση και δεξιότητες δε σημαίνει αυτόματα εγκατάλειψη της πλούσιας ελληνικής κλασσικής παιδείας, αλλά ενσωμάτωση στα προγράμματα σπουδών και των δύο ανάλογα με τη βαρύτητα που απαιτούν οι καιροί.

*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς