Skip to main content

Η αλληλεπίδραση αποχής και πολιτικής επικοινωνίας

(ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI)

Οι πολίτες δεν ζητούν παραστάσεις. Ζητούν λογοδοσία, προοπτική

Υπό τη σκιά ραγδαίων γεωπολιτικών εξελίξεων εκκινούν σήμερα, Τρίτη, οι διαδικασίες της προανακριτικής επιτροπής για τον πρώην υπουργό Κώστα Καραμανλή. Η έναρξή της, ωστόσο, αντί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, αναδεικνύει μια θεμελιώδη αντίφαση που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της κοινωνίας.

Από τη μία πλευρά, ζητά πλήρη διαφάνεια, όχι μόνο για την ουσία της υπόθεσης, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο το πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται κρίσιμες υποθέσεις. Από την άλλη, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες είναι προσχηματικές, γεγονός που γεννά αμφιθυμία σε πολλούς πολίτες.

Μάλιστα, τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας στη Βουλή, αντί να αμβλύνουν το ήδη τεταμένο κλίμα, το επιδείνωσαν, ενισχύοντας τη δυσπιστία. Η γλώσσα και ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθησαν οι επιθέσεις, που κυριάρχησαν ένθεν κακείθεν στο κοινοβούλιο και επεκτάθηκαν στη δημόσια σφαίρα, φάνηκαν ως υποτίμηση της ίδιας της διαδικασίας για όσους τηρούν αποστάσεις από τα κομματικά ακροατήρια.

Σε αυτό το περιβάλλον, η επικοινωνιακή πολιτική των κομμάτων δεν ενισχύει απλώς την εντύπωση πως πρόκειται για μία διαδικασία χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα, αλλά τροφοδοτεί την ευρύτερη κόπωση μίας μερίδας των πολιτών. Γι’ αυτή τη μερίδα της κοινωνίας, η πολιτική φαντάζει πλέον περισσότερο ως χώρος ανακύκλωσης παρά ως πεδίο αλλαγής. Κι έτσι, η απομάκρυνση από τις εκλογικές διαδικασίες δεν είναι απλώς αδιαφορία, αλλά πολιτική θέση που εκφράζει την αίσθηση ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές επιλογές.

Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO (Ιούνιος 2025), το 68,1% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θα επιθυμούσε μια διαφορετική κυβέρνηση από τη σημερινή και η ερώτηση περί καταλληλότερου πρωθυπουργού δείχνει τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρώτο με 27,2%, όταν οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί καταγράφονται σε μονοψήφια ποσοστά. Αντί δηλαδή να αναδεικνύεται κάποια ισχυρή εναλλακτική, επικρατεί διάχυτη δυσπιστία προς όλους.

Η εκλογική συμπεριφορά αντικατοπτρίζει το κλίμα. Η αυξανόμενη αποχή είναι το πιο ηχηρό πολιτικό μήνυμα και ταυτόχρονα το πιο υποτιμημένο. Στις εθνικές εκλογές του 2023, η αποχή ανήλθε σε 39,1%, ενώ στις ευρωεκλογές του 2024 εκτινάχθηκε στο 59,2%. Πρόκειται για σαφέστατη ένδειξη πως ένα μέρος της κοινωνίας, που ολοένα κι αυξάνεται, δεν βρίσκει κανένα πολιτικό σχήμα άξιο της ψήφου της. Όταν δε, η διερεύνηση μιας εθνικής τραγωδίας  -όπως το δυστύχημα των Τεμπών- μετατοπίζεται από την ουσία στην επικοινωνιακή του διαχείριση, το χάσμα βαθαίνει.

Η πολιτική εμπιστοσύνη δεν αποκαθίσταται με επικοινωνιακές ακροβασίες, ούτε με προσεκτικά διατυπωμένες δηλώσεις που επιδιώκουν το πρόσκαιρο χειροκρότημα. Όσο η πολιτική επικοινωνία επικεντρώνεται στην εικόνα και όχι στο περιεχόμενο, στην εντύπωση και όχι στην ευθύνη, τόσο θα  εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η πολιτική λειτουργεί υπέρ των διαχειριστών της και όχι των πολιτών.

Οι πολίτες δεν ζητούν παραστάσεις. Ζητούν λογοδοσία, προοπτική και την αίσθηση ότι η ψήφος τους σημαίνει κάτι περισσότερο από τη συμμετοχή στην αύξηση ποσοστών των κομμάτων. Και αυτή η απαίτηση δεν αντιμετωπίζεται με προσωρινές επικοινωνιακές στρατηγικές, αλλά με διαφάνεια, αλήθεια και ουσιαστική εκπροσώπηση. Όταν το πολιτικό σύστημα αγνοεί αυτό το αίτημα, το τίμημα είναι η σταδιακή απομάκρυνση των πολιτών από τον δημόσιο βίο. Μία απομάκρυνση που αποτελεί το πιο ηχηρό πολιτικό μήνυμα της εποχής μας.

*Η Ελένη Κριτσιδήμα είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας