Ο Ντόναλντ Τραμπ διακήρυξε το Σάββατο ότι Ισραήλ και Ιράν θα κλείσουν συμφωνία ειρήνης. Πριν από έξι μήνες, λίγο πριν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, διαμήνυε, εξίσου κατηγορηματικά, ότι θα τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες. Άρα, πόση αξία έχουν οι διακηρύξεις και οι υποσχέσεις του; Και ποιος εν τέλει είναι ο ισχυρός αυτού του πλανήτη; Ο Τραμπ ή ο Νετανιάχου;
Οι απαντήσεις, μετά τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων 24ώρων στη Μέση Ανατολή, δεν κλίνουν υπέρ του Αμερικανού προέδρου.
Ο Νετανιάχου είναι σαφής και καθαρός στους στόχους του. Θέλει ανατροπή και αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη, θέλει έναν μεγάλο πόλεμο και μια μεγάλη ιδέα για να απεγκλωβιστεί από την παγκόσμια κατακραυγή για το έγκλημα στη Γάζα. Θέλει να διασφαλίσει την προσωπική πολιτική του επιβίωση εντός Ισραήλ.
Ο Τραμπ δεν είναι καθόλου σαφές ούτε τι θέλει ούτε τι μπορεί να κάνει. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα διέρρεε ότι απέτρεψε τον Νετανιάχου από οποιοδήποτε χτύπημα κατά του Ιράν. Την επομένη της επίθεσης ομολόγησε πως ήταν ενήμερος, ενώ είναι κοινό μυστικό ότι οι ισραηλινές επιχειρήσεις γίνονται με την -όποιου βαθμού- αμερικανική στήριξη. Και χθες δήλωσε πως οι ΗΠΑ «είναι πιθανό να εμπλακούν» στη σύγκρουση, «αλλά δεν εμπλέκονται σε αυτό το σημείο».
Κοινώς, ο Νετανιάχου πυροβολεί και ο Τραμπ ακολουθεί. Είτε γιατί αυτό είναι το σχέδιο που έχει το βαθύ σύστημα του τραμπικού MAGA, είτε γιατί o ίδιος δεν έχει σχέδιο. Και στις δύο περιπτώσεις το μεγάλο πρόβλημα είναι πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ εμφανίζεται αναξιόπιστος. Εμφανίζεται αναξιόπιστος κυρίως απέναντι σε μια Ισλαμική Δημοκρατία που λίγο απέχει πια από το να φθάσει μέχρι τέλους.
Γι’ αυτό ίσως χθες ο Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε κάτι παραπάνω από πρόθυμος να παραδώσει τη σκυτάλη της διαμεσολάβησης προς το Ιράν στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Εν είδει ομολογίας αδυναμίας ή ακόμη και ομολογίας ήττας…