«Ηταν ένας ήρεμος άνθρωπος. Η μαμά του ήταν κατάκοιτη. Αυτό που έκανε ήταν πολύ δύσκολο, να φροντίζει τη μητέρα του που είχε και άνοια. Ηταν ο νοσηλευτής της καρδιάς της, ήταν συνέχεια δίπλα της». Το τέλος είναι άσχημο, όση καρδιά και να ‘χεις.
Η γειτόνισσα συμμαζώνει την ασυμμάζευτη ιστορία, που φτιάχτηκε με υλικό από τραγωδία.
Στη σκηνή η ανήμπορη, θανάσιμα τραυματισμένη από μαχαίρι, και ο γιος. Ο καθ’ ομολογίαν θύτης είναι στη Δικαιοσύνη και είναι δική της ευθύνη να τον κρίνει.
Δυο άνθρωποι κλεισμένοι στον δικό τους χώρο, το σπίτι τους, και στον δικό τους κόσμο. Εγκλωβισμένοι. Η ηλικιωμένη στο σώμα, που προδίδει και τον νου, και ο 50χρονος στην εμπειρία, που εξαθλιώνει.
Είναι πολλά, βαριά και θλιβερά. Μια πραγματικότητα άμεση και πυκνή, που δεν επιδέχεται αντίρρηση. Μέσα στο χάος της αδυναμίας, του στριμώγματος κι αυτού που βυθίζεται και του μάρτυρα της αποσύνθεσης.
Ασύνδετες εντυπώσεις. Θα μπορούσε το έγκλημα να έχει προληφθεί; Τι λένε οι ειδικοί;
Οι γείτονες, οι συγγενείς, το κράτος, που αφήνει το φροντιστή μονάχο, βλέπουν και κρίνουν από μακριά. Σκιές, ανθρώπους που κλειδώθηκαν σε άγνωστη χώρα.
Δεν δικαιολογείται η ανθρωποκτονία. Τελεία. Δεν ξεκολλάει από τη μνήμη. Μια εικόνα-καμουτσίκι, που κάνει τους μυς να ξυπνούν, τις σκέψεις να παραπατούν.
Ομως, άτομα που δεν τους έλαχε -και μακάρι να μην τους τύχει- να κάτσουν μισή ώρα δίπλα σε έναν δικό τους ασθενή, πώς αδειάζουν βεβαιότητες;
Δεν περνά από τον νου τους ή έτσι ξορκίζουν την εισβολή; Κανείς μας δεν θέλει να το σκέφτεται, να γίνεσαι ένας άλλος ή να φροντίζεις κάποιον που δεν αναγνωρίζεις πια. Η ώρα αβέβαιη και η ζωή ξένη. Η καθημερινότητα οδυνηρή. Καταπίνει σχέσεις, ταυτότητα και μνήμη.
Κανείς δεν θέλει να το σκέφτεται. Οταν έρχεται, η δυάδα αντιστέκεται.