Ότι οι επιχειρήσεις δεν αγαπούν την εποπτεία και τους κανόνες λειτουργίας, μαζί βέβαια και την «άδικη φορολόγηση», είναι κοινό μυστικό. Επίσης, ότι με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πρόεδρο Trump, βρήκαν έναν καθαρόαιμο υποστηρικτή των θέσεών τους, ο οποίος φροντίζει για την εγκαθίδρυση του πιο φιλοεπιχειρηματικού περιβάλλοντος στις ΗΠΑ, έγινε φανερό αμέσως μετά την εκλογική του νίκη, αν κρίνει κανείς από την ενθουσιώδη αντίδραση των οργανωμένων αγορών.
Αν αυτό ισχύει γενικά για όλους τους επιχειρηματικούς κλάδους, για τον τραπεζικό τομέα υπάρχουν ήδη γεγονότα και αποφάσεις από την προηγούμενη θητεία του Προέδρου, οι οποίες παραπέμπουν σε θεαματική αλλαγή των θεμελιωδών κανόνων λειτουργίας του, οι οποίοι στο όνομα της ενίσχυσης της ανάπτυξης θέτουν σε κίνδυνο την ομαλή του λειτουργία με αναταράξεις, χρεοκοπίες και πιθανές μεγάλες χρηματοοικονομικές κρίσεις.
Μάλιστα, με την εκλογική εξασφάλιση ιδιαίτερα της πλειοψηφίας στο Κογκρέσο, έχει την ευχέρεια να αλλάξει ή να καταργήσει κανόνες που θεωρεί ότι αποτελούν ενοχλητικό εμπόδιο στα σχέδιά του. Το γεγονός ότι ο Διοικητής της Κεντρικής του τράπεζας (FED) όπως και ο (πρώην) επικεφαλής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) διαφωνούν, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Ανακοινώνουμε για εκφοβισμό ότι προτιθέμεθα να τους αντικαταστήσουμε, υπονομεύοντας έτσι τις ανησυχίες τους, και πιέζουμε για λήψη αποφάσεων χαλάρωσης και απορρύθμισης και ας αντιβαίνουν στη συσσωρευμένη αρνητική εμπειρία του παρελθόντος. Το, ότι οι αγορές αντέδρασαν στη συνέχεια με ταυτόχρονο ξεπούλημα δολαρίων, μετοχών και κρατικών ομολόγων, δηλαδή ότι χαρακτήριζε έως τώρα τη χώρα ως ασφαλές καταφύγιο, το προσπερνάμε, αλλάζοντας τις αποφάσεις που μόλις εξαγγείλαμε. Άλλωστε, η παγκόσμια κοινωνία θα έπρεπε να έχει πάρει το μήνυμα, ότι ο Πρόεδρος είναι απρόβλεπτος, κάτι που δεν έκρυψε ποτέ, δηλώνοντας μάλιστα ότι αναλαμβάνει και το όποιο κόστος προκύψει. Αυτό ήταν, ούτως ή άλλως εξαρχής μέρος του διαπραγματευτικού του σχεδίου, χωρίς όμως από ότι φαίνεται να έχει υπολογίσει, ότι και οι βασικοί διαπραγματευτικοί του αντίπαλοι, θα χρησιμοποιήσουν το ίδιο όπλο, δηλαδή τα αντίμετρα επίσης με όποιο κόστος.
Το μάθημα από το πάθημα της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2007/2008 στο χρονοντούλαπο
Οι αναταράξεις που συγκλόνισαν την παγκόσμια οικονομία τα τελευταία 17 χρόνια είχαν την αιτία ή συνοδεύτηκαν από μεγάλους κραδασμούς στο χρηματοπιστωτικό και ιδιαίτερα στο τραπεζικό σύστημα. Όλα ξεκίνησαν με την παγκόσμια μέγα-κρίση του 2007/2008, η οποία είχε ως αφετηρία την κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ και αποκορύφωμα την χρεοκοπία της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers. Στη συνέχεια μια σειρά από πολλές μικρομεσαίες τράπεζες σε όλη την υφήλιο είχαν την ίδια τύχη, ωθώντας το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ένα βήμα πριν από τον όλεθρο. Η σωτηρία εντέλει ήλθε με κρατικές παρεμβάσεις πολλών δισεκατομμυρίων ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα, όχι όμως και οι τεράστιες οικονομικές ζημιές και απώλειες θέσεων εργασίας.
Για να μη συμβεί πάλι κάτι παρόμοιο τα κράτη αυστηροποίησαν τους εποπτικούς κανόνες λειτουργίας των τραπεζών με στόχο τη σταθερότητα και ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Έτσι, για τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίσθηκαν νέοι κανόνες που περιέχονται στη Βασιλεία ΙΙΙ, οι οποίοι ήταν αποτέλεσμα αποδοχής των προτύπων που προέκυψαν από διαπραγματεύσεις με συμμέτοχή 28 σημαντικών χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες θεσπίσθηκαν επί Προέδρου Obama αυστηρότεροι εποπτικοί κανόνες στο πλαίσιο του νόμου Dodd-Frank του 2009, στοχεύοντας στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας, ύστερα από την οδυνηρή περιπέτεια που μόλις είχε προηγηθεί.
Η βασικότερη ρύθμιση που εμπεριέχεται σε κάθε νομοθέτηση που αφορά στη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά τη χρηματοοικονομική κρίση είναι μία: Η εφαρμογή ενός κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων, ικανού να αποτρέψει τους πιστωτικούς, λειτουργικούς και κινδύνους αγοράς. Ο υπολογισμός επαφίεται στα εσωτερικά υποδείγματα των τραπεζών και ελέγχεται από τις εποπτικές αρχές, κυρίως με τη διενέργεια stress tests.
Η χαλάρωση των κανόνων την πρώτη θητεία
Με το πρόσχημα της διευκόλυνσης των μικρότερων τραπεζών να παράσχουν δάνεια, χωρίς ιδιαίτερη εποπτική επιβάρυνση, (τακτικότεροι έλεγχοι ή συχνότερες λεπτομερείς εκθέσεις) η Διοίκηση Trump προχώρησε το 2018 σε αναδιατύπωση του νόμου Dodd-Frank. Έτσι, αύξησε το κατώτατο όριο ισολογισμού των τραπεζών, που έπρεπε να υφίστανται τακτικούς ελέγχους από τις εποπτικές αρχές, από 50 δις δολάρια σε 250 δις. Εκτός από τις πολύ μεγάλες τράπεζες, οι άλλες κατετάγησαν αυτόματα στις «μη συστημικές», αποκτώντας ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστριών τους άλλων χωρών, ευρωπαϊκών ή κινεζικών για παράδειγμα.
Η κατ’ επίφαση «απελευθέρωση» των περιφερειακών τραπεζών δεν έφερε μόνο πλεονεκτήματα, αλλά και σημαντικούς κινδύνους μαζί. Το Μάρτιο του 2023, ως αποτέλεσμα της αύξησης των ομοσπονδιακών επιτοκίων, μια σειρά από τράπεζες κήρυξαν πτώχευση ή αναγκάστηκαν να εκχωρηθούν, ενώ άλλες απευθύνθηκαν στην ομοσπονδιακή υπηρεσία κάλυψης των καταθέσεων (FDIC) για κεφαλαιακή υποστήριξη. Η μεγαλύτερη και σημαντικότερη εξ αυτών, η Silicon Valley Bank, λειτούργησε ως πυροκροτητής για την επερχόμενη περιφερειακή τραπεζική κρίση του 2023. Το χτύπημα στη συγκεκριμένη τράπεζα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, εκ του γεγονότος, ότι αποτελούσε μια πρωτοποριακή τράπεζα με τη μεγάλη πλειοψηφία των πελατών της να προέρχεται από τον χώρο των ψηφιακών εταιρειών startups. Η απουσία stress test, η κακή διάρθρωση του ενεργητικού της καθώς και οι λανθασμένες και ασύμμετρες τοποθετήσεις της, την οδήγησαν τελικά στην πτώχευση.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η κρίση δεν περιορίστηκε μόνο στις ΗΠΑ, αλλά πέρασε γρήγορα τον Ατλαντικό και χτύπησε μα κορυφαία συστημική ελβετική τράπεζα, την Credit Suisse, για την οποία υπήρχαν αρκετά δημοσιεύματα, αλλά και επίσημες εκθέσεις, ότι είχε προβλήματα χρηστής διαχείρισης. Οι επενδυτές αντέδρασαν άμεσα στην προοπτική μιας ενδεχόμενης πτώχευσης, η μετοχή της μέσα σε λίγες μέρες κατέρρευσε, ενώ η τράπεζα απευθύνθηκε στην Εθνική Τράπεζα της χώρας με σκοπό την ενίσχυση της ρευστότητάς της. Παρά τη διάθεση 54 δις δολαρίων το πρόβλημα δε λύθηκε χωρίς την παρέμβαση του κράτους με εγγυήσεις, ενώ τελικά η τράπεζα εξαγοράσθηκε από την ανταγωνίστριά της UBS, δημιουργώντας έναν τεράστιο όμιλο 1,6 τρις δολαρίων ενεργητικού.
Νέα θητεία με νέα πειράματα απορρύθμισης
Παρά τις αρνητικές εμπειρίες η νέα κυβέρνηση Trump φαίνεται να αγνοεί τους κινδύνους που προκύπτουν από την λανθασμένη εκτίμηση της επίδρασης που έχει η χαλάρωση των ρυθμιστικών κανόνων και της εποπτείας στην ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και σταθερότητας. Έτσι, σχεδιάζει, με βάση δημοσίευμα των Financial Times, μεγάλες αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών των ΗΠΑ. Αυτή τη φορά στο επίκεντρο βρίσκονται οι μεγάλες τράπεζες, για τις οποίες ετοιμάζεται ένα πακέτο με διευκολύνσεις για την επέκταση των χρηματοδοτήσεων και κατ’ επέκταση και των κερδών τους.
Στο στόχαστρο είναι μια μείωση των κεφαλαιακών αποθεματικών απαιτήσεων για τις τράπεζες, ο λεγόμενος συμπληρωματικός δείκτης μόχλευσης (SLR-Supplementary Leverage Ratio). Ο δείκτης εισήχθη το 2009 μετά την χρηματοοικονομική κρίση, ως μία από τις σημαντικότερες εποπτικές υποχρεώσεις των τραπεζών, με στόχο την αποφυγή παρόμοιων φαινομένων στο μέλλον. Με βάση τις ισχύουσες ρυθμίσεις, οι μεγάλες τράπεζες οφείλουν να διακρατούν προληπτικά ένα ποσό ιδίων κεφαλαίου υψηλής ποιότητας ως αποθεματικό ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν πιθανές καφαλαιακές απώλειες από περιουσιακά στοιχεία, όπως δάνεια και ανοίγματα εκτός ισολογισμού.
Με τη χαλάρωση των ρυθμίσεων θα αποκτήσουν οι μεγάλες τράπεζες περισσότερο ελεύθερο χώρο για να αυξήσουν το δανεισμό τους και να αναπτύξουν και άλλες τραπεζικές εργασίες. Αυτό, σε ότι αφορά τις τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, όπου οι κίνδυνοι είναι περιορισμένοι, ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αλλαγών. Όμως, η αύξηση της ελεύθερης ρευστότητας των τραπεζών δε σημαίνει ταυτόχρονα και αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και ανάπτυξη. Στο πρόσφατο παρελθόν έχει παρατηρηθεί, ότι οι τράπεζες βρέθηκαν με τεράστια ποσά στα ταμεία τους, τα οποία διατέθηκαν για την εξυπηρέτηση κερδοσκοπικών χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και λιγότερο για επενδύσεις. Η ανάπτυξη συνεπώς δεν διευκολύνεται μέσω της εποπτικής χαλάρωσης, ενώ είναι βέβαιο, ότι η εποπτική χαλάρωση δημιουργεί συνθήκες αστάθειας στην αγορά, οι οποίες υπό προϋποθέσεις μπορούν μεσοπρόθεσμα να οδηγήσουν σε συνθήκες τραπεζικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση ένα είναι βέβαιο, ότι όσο μειώνονται οι εποπτικές απαιτήσεις τόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι τραπεζικών πτωχεύσεων. Και τότε καλείται το κράτος για να αναλάβει σωτήρια δράση με τα χρήματα των φορολογουμένων. Συνεπώς, όσο η αγορά είναι ατελώς ρυθμισμένη θα συνεχίσει να υπάρχει ανάγκη για ενέργειες κρατικής σωτηρίας.
Συναγερμός στην Ευρώπη
Τα σχέδια του Προέδρου Trump, χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε το ακριβές περιεχόμενο, θα μειώσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις αμερικανικές τράπεζες. Επειδή δε πρόκειται για τις μεγαλύτερες, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε όλες τις χώρες του κόσμου, αυτομάτως αποκτούν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ευρωπαϊκών, σε κάθε δουλειά που θα βρίσκονται αντιμέτωποι. Για λόγους συνεπώς μετατόπισης της ανταγωνιστικής θέσης των τραπεζών με διοικητικά μέτρα, είναι εύλογο ότι πιέζουν για παρόμοιες διευκολύνσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με την πίεση βέβαια και των οργανωμένων Lobbies, αναβάλλουν συνεχώς την εφαρμογή των αυστηρότερων εποπτικών κανόνων που εμπεριέχονται στη Βασιλεία ΙΙΙ.
Όμως, ακόμη και αν ακολουθήσουν οι ευρωπαϊκές αρχές το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, η ευρωστία και η αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν διασφαλίζονται, αν δεν προχωρήσουμε σε μεγάλες θεσμικές αλλαγές.
- Η ολοκλήρωση της Ενιαίας Τραπεζικής Ένωσης έχει απόλυτη προτεραιότητα
- Ακολουθεί η ολοκλήρωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς
- Ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων με τις ίδιες αρμοδιότητες που έχει η αμερικανική υπηρεσία FDIC.
- Θα πρέπει τέλος να εξετάσουμε το ενδεχόμενο διαχωρισμού των επενδυτικών από τις εμπορικές τράπεζες καθώς και τη ρύθμιση των σκιωδών τραπεζών.
Μόνο έτσι, με τη σωστή δομή της αγοράς και τις αναγκαίες ρυθμίσεις, θα αποφύγουμε την επέλαση κάθε τόσο τραπεζικών κρίσεων και τις αναγκαστικές σωτήριες επεμβάσεις δισεκατομμυρίων από τις κεντρικές τράπεζες και τα κράτη.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς