Skip to main content

Ο τουρισμός δεν φτάνει

ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI

Ο τουρισμός απορροφά πόρους με δυσανάλογη προσφορά στο ΑΕΠ, ενώ λειτουργεί και ως υπνωτικό για την αντιμετώπιση των αδυναμιών μας

Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού δεν ωφελεί τη χώρα, που έχει ανάγκη παραγωγική βάση με εξαγωγικό χαρακτήρα.

Απορροφά πόρους με δυσανάλογη προσφορά στο ΑΕΠ, ενώ λειτουργεί και ως υπνωτικό για την αντιμετώπιση των αδυναμιών μας. Για να παραχθεί το ελληνικό τουριστικό προϊόν εισάγει το 70% των στοιχείων που το απαρτίζουν, επιβαρύνοντας το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, που είναι ο καθρέφτης της χώρας. Στο πρώτο τρίμηνο του 2025, το έλλειμμα διαμορφώθηκε στα 4,5 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 700 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024, παρότι στο επισκοπούμενο διάστημα οι τουριστικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 4,4%. Και επειδή τα έσοδα από τον τουρισμό δεν φτάνουν για να καλυφθεί το έλλειμμα, έρχεται η υπερφορολόγηση…

Η Ισπανία, με 48 εκατ. πληθυσμό, είχε 94 εκατ. αφίξεις τουριστών το 2024 (διπλάσιες του πληθυσμού) και 128 δισ. ευρώ έσοδα. Η Ελλάδα, με 10 εκατ. πληθυσμό, είχε αφίξεις περί τα 36 εκατ. (τετραπλάσιες του πληθυσμού) και21,7 δισ. έσοδα. Η μέση δαπάνη ανά τουρίστα στην Ισπανία είναι 1.333 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα είναι περί τα 600 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα είναι ζημιογόνος με υπέρμετρη επιβάρυνση των υποδομών, αφού δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε τόσο πολύ χαμηλό κόστος ανά τουρίστα, συγκριτικά με την Ισπανία.

Επιπροσθέτως η δαπάνη ανά τουρίστα είναι χαμηλή στην Ελλάδα, καθώς οι εταιρείες τύπου TUI στο εξωτερικό εισπράττουν τη μερίδα του λέοντος στις διανυκτερεύσεις. Και αυτό με δεδομένο ότι το 25% των ελληνικών κλινών ανήκουν στην κοστοβόρα κατηγορία των πεντάστερων.

Η καναδική εταιρεία αξιολόγησης DBRS, που μας αναβάθμισε τον περασμένο Μάρτιο, ανέφερε στην επιχειρηματολογία της τα εξής: «Για την επενδυτική βαθμίδα την οποία, ως Οίκος, δώσαμε στη Ελλάδα, εξακολουθούμε να διατηρούμε επιφυλάξεις – λόγω των προκλήσεων που επιμένουν να πλήττουν τη χώρα, ιδίως στον τραπεζικό τομέα και της μεγάλης εξάρτησής του από τον τουρισμό. Προβλέπουμε δε να εκδηλωθεί ένα σημαντικό κύμα χρεοκοπιών στον κλάδο του τουρισμού – ο οποίος αναδεικνύεται ως ο περισσότερο ευαίσθητος, λόγω και του τερματισμού των ισχυρών ενισχύσεων που έλαβε κατά την πανδημία».

Το ποσοστό των εργαζομένων στον τουριστικό κλάδο στην Ελλάδα είναι τριπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και υπερδιπλάσιο από άλλες τουριστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία και η Πορτογαλία. Και το χειρότερο, με χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλές αμοιβές που κάνουν αναγκαία την εισαγωγή ατόμων από τριτοκοσμικές χώρες για να απασχοληθούν στον κλάδο.

Για τη δημιουργία μιας οργανικής θέσης εργασίας στον τουρισμό απαιτήθηκε επενδυτική δαπάνη ύψους 323.000ευρώ, όταν το επενδυμένο κεφάλαιο στη βιομηχανία ανά μισθωτό είναι χαμηλότερο από τις 50.000 ευρώ.

Και επειδή οι εργαζόμενοι στον εποχικό τουρισμό είναι άνεργοι για μακρύ διάστημα, καλείται και εκεί ο προϋπολογισμός να συμβάλει με πόρους δυσανάλογα μεγαλύτερους σε σχέση με ό,τι διατίθεται για τον ίδιο σκοπό σε εργαζομένους άλλων κλάδων.