Όσο πλησιάζουμε στο 2027, που είναι χρονιά εκλογών, το δόγμα της δημοσιονομικής σταθερότητας -που έχει υιοθετηθεί από την κυβέρνηση– θα εμπλουτίζεται από τις ανάγκες της προεκλογικής ετοιμότητας.
Η πίεση των δημοσκοπήσεων είναι εμφανής στην αλλαγή στάσης της κυβέρνησης, στελέχη της οποίας εκτιμούν ότι υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να κερδίσουν και τρίτη θητεία, καθώς η αντιπολίτευση είναι σκορποχώρι. Και παρά το ότι η κυβέρνηση δηλώνει δεσμευμένη στην αλλαγή μορφής της οικονομίας από κυρίως καταναλωτική σε κάτι άλλο περισσότερο παραγωγικό, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι συγκυρίες θα οδηγήσουν σε εξωραϊσμένες παροχές -ευνοϊκές για τον πληθυσμό- χωρίς σημαντική επίδραση σε αυτό που λέμε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Η μετατροπή από τον Κυριάκο Πιερρακάκη του Υπερταμείου δείχνει ότι αφήνουμε πίσω την εποχή των μνημονίων, όπου ο στόχος ήταν η εξυπηρέτηση των δανειστών. Το νέο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο θα ξεκινήσει, όπως είπε ο υπουργός, με διαχείριση ενεργητικού 11,7 δισ., που θα αυξηθεί στην πορεία και με την καλύτερη αποτίμηση της δημόσιας περιουσίας. Αν φανεί ότι η μετονομασία έχει και ουσία, η διαχείριση της περιουσίας του κράτους θα βελτιωθεί.
Το 2025 ξεκίνησε με παροχές (επιδοματικού χαρακτήρα) σε ενοικιαστές και συνταξιούχους. Δόθηκαν και 500 εκατ. στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για να ξεμπλοκάρουν έργα και να γίνουν επείγουσες πληρωμές. Στη ΔΕΘ τον ερχόμενο Σεπτέμβριο η κυβέρνηση θα πει περισσότερα με την άνεση που της δίνει και το πλεόνασμα των 11,4 δισ. ευρώ του 2024.
Μπορεί το τεράστιο αυτό πλεόνασμα (4,8% του ΑΕΠ) να μας δίνει πόντους στα μάτια των ξένων διεθνών οργανισμών, αλλά όλοι ξέρουν ότι αποτελεί άντληση πολύτιμων πόρων από την οικονομία μας. Και μικρότερο να ήταν, την ίδια δουλειά θα έκανε. Επιλέχθηκε όμως να είναι εξαιρετικά μεγάλο για να χρησιμοποιηθεί και στον σχεδιασμό της προεκλογικής τακτικής. Κυβερνητικοί παράγοντες ισχυρίζονται ότι φέτος και του χρόνου μπορούν να διατεθούν περίπου 2,5 δισ. ευρώ, υπολογίζοντας και τα 600 εκατ. από τη ρήτρα διαφυγής με τις αμυντικές δαπάνες. Το ερώτημα είναι φυσικά πού θα διατεθούν. Ωφέλεια για τα λαϊκά στρώματα δεν προκύπτει, για παράδειγμα, μόνο με αυξήσεις μισθών αλλά και με μείωση διατηρήσιμη του πληθωρισμού. Αν χτυπηθούν τα μονοπώλια, πέσουν οι τιμές της ενέργειας και των καυσίμων, μειωθούν οι φόροι, τα πραγματικά εισοδημάτων των Ελλήνων θα αυξηθούν. Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό έχουν περισσότερο ψυχολογικό χαρακτήρα και ούτε προκύπτουν από αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, που είναι και το φυσιολογικό.
Τα επιδόματα είναι εύκολα, ενώ οι μεταρρυθμίσεις δύσκολες. Χωρίς τις δεύτερες δεν θα αλλάξει ποτέ το παραγωγικό μοντέλο, που μας έχει γίνει καημός μεγάλος, μόνο στα λόγια. Και οι παροχές, όπως έχει αποδείξει η πολιτική ιστορία της χώρας, δεν δίνουν πάντα τη νίκη σε αυτόν που τις κάνει.