Της Χριστίνας Χρυσανθοπούλου με αφορμή τον θάνατο του Νίκου Γαλανού.
Ο θάνατος του Νίκου Γαλανού δεν είναι απλώς το τέλος μιας ζωής. Είναι το σβήσιμο ενός προσώπου που, για πολλές γενιές, υπήρξε σύμβολο ομορφιάς, ευαισθησίας και καλλιτεχνικής ευγένειας. Είναι μια υπενθύμιση ότι δεν πεθαίνουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και κομμάτια της συλλογικής μας μνήμης.
Ο Νίκος Γαλανός ήταν κάτι παραπάνω από ένας ηθοποιός. Ήταν μια φιγούρα οικεία, ένα πρόσωπο που κατοίκησε τα τηλεοπτικά μας απογεύματα, τις νυχτερινές επαναλήψεις, τα καλοκαίρια με γιασεμιά στο μπαλκόνι και μυρωδιά από παλιά σαπουνόπερα. Ήταν μέρος της μυθολογίας μιας εποχής όπου η τηλεόραση δεν ήταν απλώς ένα μέσο ψυχαγωγίας, αλλά ένας καθρέφτης της ελληνικής ψυχής.
Ο θάνατος ενός τέτοιου καλλιτέχνη, ειδικά για όσους μεγάλωσαν με την εικόνα του στην οθόνη, λειτουργεί σχεδόν υπαρξιακά. Δεν πενθούμε μόνο τον ίδιο, αλλά και αυτό που συμβόλιζε: την αθωότητα μιας εποχής, τη νοσταλγία μιας νεότητας που φεύγει μαζί του. Είναι σαν να θρηνούμε τις δικές μας απώλειες: τις Κυριακές της παιδικής ηλικίας, τα καλοκαίρια χωρίς βάρη, τα βλέμματα που κάποτε μας έμαθαν τι σημαίνει ρομαντισμός.
Η τέχνη έχει αυτή την παράξενη δύναμη να διαμορφώνει συναισθηματικές γέφυρες. Κι οι καλλιτέχνες γίνονται φάροι που φωτίζουν τις μνήμες μας. Όταν αυτοί οι φάροι σβήνουν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα συλλογικό σκοτάδι. Το ίδιο συνέβη όταν έφυγαν η Βουγιουκλάκη, ο Παπαμιχαήλ, η Λάσκαρη. Και τώρα, με τον Γαλανό, νιώθουμε ξανά αυτή την απώλεια σαν προσωπική.
Ίσως τελικά οι καλλιτέχνες που αγαπάμε να μην πεθαίνουν ποτέ πραγματικά. Ζουν στις μνήμες, στα αρχεία, στις παλιές κασέτες και στις καρδιές μας. Μα κάθε φορά που ένας από αυτούς φεύγει, συνειδητοποιούμε πόσο εύθραυστη είναι η σύνδεσή μας με το παρελθόν. Και αυτό πονάει.
Ο θάνατος του Νίκου Γαλανού δεν είναι απλώς μια είδηση. Είναι μια πρόσκληση για ενδοσκόπηση. Για να θυμηθούμε ποιοι ήμασταν όταν τον πρωτοείδαμε στην οθόνη, ποιες αξίες μας γαλούχησε, τι νοσταλγίες μάς ξύπνησε. Και κυρίως, για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι κακό να πενθούμε τους ξένους που νιώθαμε δικούς μας. Γιατί στην τέχνη, δεν υπάρχουν ξένοι. Υπάρχουν μόνο κομμάτια του εαυτού μας που τους εμπιστευτήκαμε.