Σημεία των καιρών. Ο Πρόεδρος Τραμπ οργανώνει εκδήλωση για να γιορτάσει τις… επιτυχημένες πρώτες εκατό μέρες της διακυβέρνησής του, τη στιγμή που ανακοινώνεται από το ομοσπονδιακό υπουργείο εμπορίου η συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας του για το πρώτο τρίμηνο του έτους κατά 0,3%. Στη χώρα μας, η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει υπερπλεονάσματα ως μεγάλη επιτυχία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, όταν η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κίνδυνο σύντομα να κατρακυλήσει στην τελευταία, σε ότι αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα των πολιτών.
Ταυτόχρονα σε όλες τις δημοσκοπήσεις για τα πεπραγμένα, αλλά και τις προοπτικές τη ελληνικής οικονομίας, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί ότι βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο, ενώ εκφράζουν την απαισιοδοξία τους σε ότι αφορά μια πιθανή βελτίωση των οικονομικών τους την επόμενη περίοδο. Με βάση δε την Παγκόσμια Έκθεση Ευτυχίας του δικτύου SDSN, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 81η θέση του σχετικού δείκτη, μεταξύ των 147 χωρών που εξετάζονται. Αυτά, όταν το βασικότερο κριτήριο για την αποτελεσματικότητα μιας οικονομικής πολιτικής, είναι η βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου.
Υπερπλεονάσματα εσόδων και υπερπλεονάσματα κερδών
Πράγματι το 2024 υπήρξε έτος εμφάνισης υπερβολικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων αλλά και επιχειρηματικών κερδών. Σε ότι αφορά στα αποτελέσματα των εισηγμένων επιχειρήσεων τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν κατά 10,4 % ή 11,5 δισ. ευρώ μετά μάλιστα από τις εξίσου καλές επιδόσεις του 2023. Τη μερίδα του λέοντος απέσπασαν οι τέσσερις τραπεζικοί όμιλοι με 4,5 δισ. ευρώ, προερχόμενα κυρίως από το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο καθώς και τις προμήθειες και λιγότερο από τη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι 130 μη τραπεζικές εταιρείες μοιράζονται τα υπόλοιπα 7 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 11,4% σε σχέση με το 2023.
Στην υψηλή τους κερδοφορία συνέβαλλαν, εκτός βέβαια από την θετική οικονομική συγκυρία, σε μεγάλο βαθμό και οι υπέρογκες αυξήσεις των τιμών σε πληθωριστικό περιβάλλον καθώς και οι στρεβλώσεις τόσο στις προθεσμιακές αγορές αγαθών, όσο και τα φαινόμενα προνομιακής εκμετάλλευσης, λόγω της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης σημαντικών κλάδων της εθνικής μας οικονομίας. Πολύ λιγότερο συνέβαλλαν η αύξηση της παραγωγικότητας και της συνακόλουθης ανταγωνιστικότητάς τους, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στην αρνητική συμβολή του εξωτερικού τομέα στον σχηματισμό του ΑΕΠ, κυρίως με τις πολύ κακές επιδόσεις στο εμπορικό ισοζύγιο.
Ανακοινώθηκε επίσης πρόσφατα και το ύψος του δημοσιονομικού πλεονάσματος για το 2024 από το νέο υπουργό οικονομικών, αφού βέβαια μας είχε προϊδεάσει ο απερχόμενος για τον άσο από το μανίκι που θα έβγαζε. Στα 11,4 δισ. ευρώ ανέρχεται το πρωτογενές πλεόνασμα ή 4,8% επί του ΑΕΠ, περί τα 6,4 δισ. ευρώ πάνω από το στόχο που έθεσε στον προϋπολογισμό. Ένα νούμερο που θα το ζήλευε και ο σκληρός επικεφαλής της αλήστου μνήμης Τρόικας κ. Πωλ Τόμσεν. Για την προέλευση του συγκεκριμένου μεγέθους αναφέρθηκαν γενικά κάποιες πηγές, χωρίς όμως να επιμερισθούν συγκεκριμένα ποσά, κάτι που θα βοηθούσε μια τεκμηριωμένη ανάλυση σχετικά με τις επιδράσεις τους στο σχηματισμό του Εθνικού Εισοδήματος.
Σαφώς δεν προέρχεται, όπως σωστά ανέφερε ο κ. υπουργός από επιβολή νέων φόρων. Άλλωστε, το φορολογικό μας σύστημα δεν έχει ανάγκη από νέους φόρους για να παράξει υπερπλεονάσματα. Φροντίζουν ήδη οι ισχύοντες συντελεστές τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία, οι οποίοι επιβλήθηκαν την εποχή της μεγάλης συρρίκνωσης του ΑΕΠ με στόχο την συγκέντρωση πόρων από το κράτος, ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Τώρα που το ονομαστικό ΑΕΠ επανήλθε στο προ κρίσης επίπεδο, οι ίδιοι υψηλοί συντελεστές είναι επόμενο ότι θα οδηγούν σε μεγαλύτερα πλεονάσματα. Τουλάχιστον σε ότι αφορά τον τομέα των εισπράξεων, αφού στο αποτέλεσμα συμμετέχει και μια αξιόλογη μείωση των δαπανών κυρίως στους τομείς της υγείας και της παιδείας.
Κατά τα άλλα στην οριστική διαμόρφωση του υπερ-πλεονάσματος δεν είχε συμμετοχή η ανάπτυξη, με δεδομένο ότι η πρόβλεψη για τη βελτίωση του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό του 2024 ανερχόταν στο 2,9%, ενώ εντέλει κατέληξε μικρότερη στο 2,4%. Το βέβαιο είναι ότι μειώθηκε η φοροδιαφυγή σε κάποιο βαθμό, κυρίως λόγω της αυξημένης χρήσης των ηλεκτρονικών πληρωμών, ενώ και η διόγκωση των τιμών αύξησε αυτόματα τις κρατικές εισπράξεις μέσω του ΦΠΑ, όπως επίσης και στην άμεση φορολογία η αύξηση της απασχόλησης και των ονομαστικών μισθών οδήγησε πολλούς μισθωτούς σε ανώτερη φορολογική κλίμακα, η οποία τους στέρησε ένα μέρος από τη βελτίωση του εισοδήματος που συντελέστηκε.
Ζημιά στην ανάπτυξη, αλλά και διανομή μέρους του πλεονάσματος
Σε ότι αφορά την επίδραση στο σχηματισμό του Εθνικού Εισοδήματος, είναι βέβαιο ότι η αφαίμαξη ενός ποσού ύψους 6,4 δις Ευρώ από την οικονομία, παρά τη διακηρυγμένη πρόθεση για άσκηση ουδέτερης δημοσιονομικής πολιτικής, μετά τις υπέρογκες δαπάνες της τριετίας 2021-2023 λόγω Covid και ενεργειακής κρίσης, λειτούργησε ανασταλτικά σε ότι αφορά την αναπτυξιακή διαδικασία της οικονομίας μας. Εδώ δεν πρόκειται για εφαρμογή συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής, κάτι που εξασφαλιζόταν μόνο με την πιστή τήρηση του προϋπολογισμού, αλλά για μια πολιτική αν όχι εσκεμμένης τουλάχιστον άτυχης εφαρμογής λιτότητας, η οποία στέρησε τη χώρα από μια δυνητική αναπτυξιακή ώθηση της οικονομίας της.
Η προσπάθεια δε άσκησης διορθωτικής αναδιανεμητικής πολιτικής, με την επιστροφή στα νοικοκυριά 600 εκ. Ευρώ (ένα ενοίκιο υπό προϋποθέσεις συν 250 Ευρώ το χρόνο σε μερίδα των συνταξιούχων) και 500 εκ. για την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, δηλαδή συνολικά περί το 10% του πλεονάσματος, ουδόλως είναι σε θέση να καλύψει τις απώλειες των 6,4 δισ. ευρώ τις οποίες στερήθηκε η οικονομία, αλλά και τη δυνητική θετική τους συνεισφορά στη μεγέθυνση της οικονομίας.
Επιβεβαιώνεται, για άλλη μια φορά, ότι η επιλογή της επιδοματικής πολιτικής συνεχίζει να εφαρμόζεται για εξωοικονομικούς λόγους, ενώ η ανισορροπία των υπερπλεονασμάτων θα μπορούσε κάλλιστα να τακτοποιηθεί με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας.
Το γεγονός, ότι παρά τις υπέρογκες αυξήσεις τιμών τα τελευταία χρόνια, κυρίως σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα, δεν επιχειρήθηκε η μείωση και γιατί όχι η προσωρινή κατάργηση του ΦΠΑ π.χ. στο ψωμί ή το γάλα, δείχνει ότι η επιλογή είναι καθαρά ιδεολογικοπολιτική και όχι οικονομική. Το επιχείρημα δε της μη μετακύλησης της μείωσης στην τελική τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής, δεν ευσταθεί, αφού οι καταναλωτές γνωρίζουν πολύ καλά τι πληρώνουν καθημερινά γι’ αυτά τα προϊόντα και τι θα πρέπει να πληρώνουν μετά την ενδεχόμενη μείωση του φόρου.
Η ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης ως conditio sine qua non
Όλα δείχνουν, ότι συνεχίζουμε να υπηρετούμε ένα μοντέλο διαχείρισης της οικονομίας, το οποίο πριν λίγα χρόνια μας οδήγησε στην οιονεί χρεοκοπία. Στις επιλογές μας κυριαρχεί η καταναλωτική προτίμηση έναντι της επενδυτικής. Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θα μπορούσε εύστοχα να περιγραφεί με την αγγλοσαξονική φράση: “It is running the business, not changing the business”!
Είναι απορίας άξιον, πως μετά από τόσους κινδύνους για τη χώρα μας, τόσες απανωτές θυσίες του λαού μας από το 2008 και μετά, να μην έχουμε πάρει το μάθημά μας, ώστε να κάνουμε ότι πρέπει, για να θωρακίσουμε την οικονομία μας, εξασφαλίζοντας έναν βαθμό ανθεκτικότητας που να μας προφυλάσσει από μελλοντικούς κινδύνους, οι οποίοι πλέον εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα. Αρκούμαστε στην ισχνή ανάπτυξη του 2%, ενώ η χώρα έχει τις δυνατότητες με τους πόρους που διαθέτει να κινηθεί περί το 5% κατ’ έτος. Μάλιστα, όλες οι προβλέψεις, ακόμη και εκείνη της κυβέρνησης στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, συγκλίνουν για μια δραματική πτώση του ρυθμού ανάπτυξης, ήδη από το 2027, που στη συνέχεια δεν θα υπερβαίνει το 1%.
Δαπανήθηκαν 55 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας καθώς και της ενεργειακής κρίσης, συχνά με αδιαφανείς διαδικασίες, χωρίς να αφήσουν κανένα αξιόλογο κοινωνικό πόσο μάλλον αναπτυξιακό αποτύπωμα. Κανένα νέο μεγάλο έργο δεν υλοποιήθηκε μετά το 2019, αν εξαιρέσουμε τα ελάχιστα χιλιόμετρα του ακριβού μετρό της Θεσσαλονίκης, καμία αξιόλογη παραγωγική μονάδα στην επικράτεια.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας βρίσκεται ένα χρόνο πριν την ολοκλήρωσή του και κατά τις εκτιμήσεις του Declan Costello, γνωστό στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τα χρόνια των μνημονίων, η Ελλάδα πιθανόν να μην καταφέρει εγκαίρως να απορροφήσει, πόσο μάλλον να αξιοποιήσει, τα 36 δισ. ευρώ που της είναι διαθέσιμα. Η χώρα για άλλη μια φορά κινδυνεύει να χάσει μια μοναδική ευκαιρία για να αλλάξει οριστικά το οικονομικό μοντέλο που είναι παγιδευμένη.
Τα συνολικά κεφάλαια από τα ευρωπαϊκά ταμεία της τρέχουσας περιόδου μέχρι το 2027, ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των 60 δις περίπου, μαζί δε με την τραπεζική μόχλευση στο κομμάτι των δανείων, μπορεί να πλησιάσουν τα 80-90 δισ. Όσα δηλαδή, υπολογίζαμε τα τελευταία χρόνια, ότι χρειάζονται για να κλείσει το επενδυτικό κενό που μας χωρίζει από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για να εκταμιευθούν όμως, αλλά και να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι, απαιτείται η εκπλήρωση όλων των 371 οροσήμων του ελληνικού προγράμματος, ενώ μέχρι πρότινος είχαν εκπληρωθεί μόνο 131. Παραμένουν δηλαδή σε εκκρεμότητα τα 2/3 του συνόλου των υποχρεώσεων.
Η επιτυχία του προγράμματος συνεπώς θα εξαρτηθεί από την έγκαιρη και ολοκληρωμένη εφαρμογή όλων των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αναμένεται να απελευθερώσουν τις αγκυλώσεις και τα εμπόδια που προστατεύουν την υπάρχουσα ολιγοπωλιακή δομή πολλών επιχειρηματικών κλάδων, καθιστώντας τη διείσδυση νέων παραγωγικών επενδύσεων, κυρίως αλλοδαπών, στην ελληνική αγορά.
Τότε μπορούμε ίσως να ελπίζουμε, ότι θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα αυξηθούν οι εξαγωγές, ώστε να σταματήσει η απειλή του υπέρογκου ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το πρόβλημα όμως θα συνεχίζει να υφίσταται, ακόμη και να καταφέρουμε να απορροφήσουμε όλους τους πόρους, όσο συνεχίζουμε τη χρηματοδότηση και μάλιστα με δωρεάν επιχορηγήσεις στους παραδοσιακούς κλάδους της οικονομίας μας, όπως ο τουρισμός και η οικοδομή. Όταν συγκαταλέγονται ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στις στρατηγικές και διαθέτουμε σημαντικά κονδύλια για κοινωνικές μεταβιβάσεις ή κοινοτικά έργα, κάτι που εμπίπτει στο περιεχόμενο του κρατικού προϋπολογισμού και όχι του Ταμείου Ανάκαμψης και κυρίως Ανθεκτικότητας.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς