Με σχεδόν το 50% των κρατικών εσόδων να πηγαίνει στην πληρωμή συντάξεων και μισθών στο Δημόσιο, η δημοσιονομική εξίσωση γίνεται δύσκολη εξαρχής.
Με τα υπόλοιπα λεφτά πρέπει να καλυφθούν υγεία, παιδεία, άμυνα, ασφάλεια, κοινωνική πολιτική, να πληρωθούν οι τόκοι του χρέους κ.λπ. Μόνο για καύσιμα το σχετικό κονδύλι ξεπερνάει τα 3,5 δισ. ευρώ, ενώ για τα τηλέφωνα του κράτους ο προϋπολογισμός καταβάλλει πάνω από μισό δισ. ευρώ.
Και για να πληρωθούν όλα αυτά, και υπερφορολόγηση γίνεται, και μη ανταποδοτικές υπηρεσίες υπάρχουν και γενικά επικρατεί μια κατάσταση δύσκολη, καθώς επικρέμαται διαρκώς πάνω από τα κεφάλια μας μια σειρά από εφαρμοστικούς νόμους των μνημονίων, που θα περάσουν γενιές για να μας αφήσουν.
Σε αυτή την πραγματικότητα καλείται να σχεδιάσει η κυβέρνηση, που λειτουργεί με το βλέμμα προσηλωμένο στις επόμενες εκλογές, όπως έδειξαν τα δύο νέα επιδόματα (500 εκατ.) που ανακοινώθηκαν πρόσφατα, μαζί με άλλα 500 εκατ. που θα δοθούν ως ενίσχυση έργων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Το τεράστιο πρωτογενές πλεόνασμα-μαμούθ των 11,4 δισ. ευρώ. που ανακοινώθηκε ήρθε μέσω ετήσιας αύξησης φόρων της τάξης των 7,4 δισ. ευρώ., σε συνολικά αυξημένα έσοδα 8,7 δισ. ευρώ. Μόνο ο ΦΠΑ αυξήθηκε κατά 12,7% (2,97 δισ. ευρώ) και ο φόρος εισοδήματος κατά 14,8% (3,1 δισ. ευρώ).
Την ίδια στιγμή, περίπου το 71% των πολιτών δεν πληρώνει καθόλου φόρους ή πληρώνει ελάχιστα, αν και απολαμβάνει τις έστω υποβαθμισμένες υπηρεσίες που παρέχονται. Και εκ των πραγμάτων είναι υποβαθμισμένες, καθώς τα χρήματα για αυτές προέρχονται συνδυαστικά από το υπόλοιπο 21% που φορολογείται και από την έμμεση φορολογία, που αποδεικνύεται ότι είναι η κότα με τα χρυσά αυγά.
Και πώς να μειωθεί η έμμεση φορολογία, όταν η χώρα έχει τεράστια ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο, δεν διαθέτει παραγωγική βάση και περιμένει κάθε χρόνο τις εισπράξεις από τον τουρισμό για να ξελασπώσει; Μπορεί να μην έχει άμεσα δημοσιονομικά προβλήματα (η εκεχειρία αυτή λήγει το 2032), αλλά έχει διαπιστωθεί ότι εισάγει ακόμα και πορτοκάλια ή ντομάτες από βόρειες χώρες… που δεν έχουν ήλιο ούτε τις δικές μας θερμοκρασίες.
Η εξίσωση γίνεται ακόμα πιο προβληματική στη λύση της, καθώς το πολιτικό σύστημα στο μεγαλύτερο τμήμα του δεν έχει αντιληφθεί τα μεγάλα προβλήματα -υπαρξιακά σχεδόν- που αντιμετωπίζει η χώρα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης προκαλούν δυσπιστία στους Έλληνες, καθώς δεν έχουν λύσεις και προτιμούν: είτε έναν καταγγελτικό ξύλινο λόγο, είτε να υπερθεματίζουν στις όποιες κυβερνητικές παροχές, προ τείνοντας απλά να δίνονται περισσότερα.
Η έλλειψη αντιπολίτευσης κάνει «αδύναμη» την κυβέρνηση, που, χωρίς ισχυρούς πολιτικούς αντιπάλους, βάζει τον αυτόματο, παρουσιάζει μια άλλη πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται ο εφησυχασμός, αλλά και τα στελέχη της να χάνουν την αίσθηση της αληθινής εικόνας.