Skip to main content

SOS για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία

Από την έντυπη έκδοση

Του Χαράλαμπου Γκότση*

* Ο κ. Γκότσης είναι καθηγητής Οικονομικών, τ. πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Η ανθρωπότητα ψάχνει απεγνωσμένα, εδώ και τρεις μήνες, να βρει τη σωστή θεραπεία για τη μόλυνση των ανθρώπων από τον άγνωστο ιό, όπως και της οικονομίας από επιδράσεις που εμφανίζουν πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά.

Μέχρι στιγμής (15/3) μετράμε ανά την υφήλιο 134.000 ασθενείς, πάνω από 5.000 θανάτους, 121 χώρες με κρούσματα και όλα αυτά με τη βεβαιότητα ότι τα πραγματικά μεγέθη είναι πολύ μεγαλύτερα, αφού σε πολλές από αυτές τα συστήματα καταγραφής είναι προβληματικά. Και ενώ οι υγειονομικές υπηρεσίες όλων των κρατών δίνουν τη μάχη τους για να μην εξαπλωθεί ο ιός, στο μέτωπο της οικονομίας ένα είναι βέβαιο: η παγκόσμια οικονομία έχει μολυνθεί καίρια, καταγράφεται ήδη μια επιβράδυνση στην ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ, χωρίς όμως και να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη θα είναι η ζημιά που θα προκαλέσει. Τα χρηματιστήρια καταρρέουν με πτώση πάνω από 20% στις κυριότερες αγορές (η χώρα μας κρατάει την πρωτιά με -40%) από το υψηλό έτους, ενώ η τιμή του αργού πετρελαίου μπρεντ υπέστη καθίζηση κατά 30%, κάτι που είχε να συμβεί από τον πόλεμο του Κόλπου το 1991.

Οι πρώτες εκτιμήσεις για το 2020, οι οποίες απέχουν πολύ μεταξύ τους, μιλούν για ένα κόστος μέχρι 1,1 τρισ. δολάρια (Oxford Economics) ή όπως αναφέρεται στο πρόσφατο δελτίο του ΟΟΣΑ, για το αρνητικό σενάριο, μια μείωση του Παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 1,5%. Επίσης, απαισιόδοξες είναι και οι προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας που ανεβάζει τη συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ σε 1 ποσοστιαία μονάδα, ενώ η τράπεζα UBS κάνει λόγο για βύθισή του από το 3,5% που ήταν η αρχική πρόβλεψη στο 0,5%.

Ταυτόχρονα οι εκτιμήσεις είναι ότι οι μεγάλες οικονομίες θα περάσουν σε ύφεση. Το γεγονός εξάλλου ότι το μεγαλύτερο πλήγμα έχουν δεχθεί τέσσερις από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, οι οποίες μαζί σχηματίζουν το 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ (Κίνα, Ιταλία, Κορέα, Ιαπωνία), εξηγεί και το μέγεθος της εκτιμώμενης απώλειας σε παραγωγή, θέσεις εργασίας, καταναλωτική δαπάνη, εξαγωγές, μεταφορές, καύσιμα κ.ο.κ. 

Είναι φανερό ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια παγκόσμια κρίση, η οποία μας θυμίζει την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση με σαφώς διαφορετικά και πιο σύνθετα χαρακτηριστικά. Έτσι και η εμπλοκή υπερεθνικών οργανισμών όπως και εθνικών με παγκόσμια επιρροή, για την αντιμετώπισή της, είναι δικαιολογημένη και χρήσιμη. Η απόφαση της Παγκόσμιας Τράπεζας να συμβάλει στην αναχαίτιση του ιού σε χώρες που χτυπήθηκαν καίρια με ένα πακέτο 12 δισ. δολαρίων είναι σημαντική. Άλλο ένα πακέτο 50 δισ. θα διαθέσει το ΔΝΤ με προοπτική, αν υπάρξει ανάγκη να ανέλθει στο 1 τρισ. Επίσης θετική είναι και η απόφαση της FED να μειώσει το επιτόκιο αναφοράς στις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Για άλλη μια φορά, εξάλλου, καλούνται οι κεντρικοί τραπεζίτες να βάλουν πλάτη στην αντιμετώπιση και αυτής της μεγάλης απειλής. Όμως τα νομισματικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση δεν μπορούν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, γιατί οι συνιστώσες του προβλήματος είναι διαφορετικές.

Σε ό,τι αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, η μείωση των επιτοκίων, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση. Αποτελεί ένα μέτρο τόνωσης της χρηματιστηριακής αγοράς, επειδή ο κόσμος, όταν πέφτουν τα επιτόκια, στρέφεται προς την αγορά μετοχών. Σε μια χώρα όπου το 80% της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων τρέχει μέσα από την Κεφαλαιαγορά και όπου οι πολίτες επενδύουν σε μεγάλο ποσοστό τις αποταμιεύσεις τους σε αξιόγραφα, η κίνηση αυτή είναι σε θέση να δημιουργήσει προϋποθέσεις για αύξηση των επενδύσεων και της κατανάλωσης με αποτέλεσμα την ανάκαμψη. 

Η ανακοίνωση εξάλλου της FED να ενισχύσει τη ρευστότητα της αμερικανικής οικονομίας μέσω 1,5 τρισ. δολάρια που θα διατεθούν στη διατραπεζική αγορά, σηματοδοτεί την ετοιμότητα της αμερικανικής πλευράς να δράσει άμεσα, έγκαιρα και με σημαντικά εργαλεία. Αντίθετα, μειωμένες δυνατότητες έχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επηρεάσει θετικά την πραγματική οικονομία της Ευρώπης. Παρά τις καλές προθέσεις της προέδρου, Κριστίν Λαγκάρντ, να βοηθήσει, με ό,τι χρειαστεί, στην αντιμετώπιση της κρίσης, οι κεφαλαιαγορές στην Ευρώπη, με εξαίρεση ίσως τη Μεγάλη Βρετανία, έχουν λίγες δυνατότητες να επηρεάσουν άμεσα την πραγματική οικονομία μέσω της πτώσης των επιτοκίων. Άλλωστε σε μια εποχή όπου κινούμαστε στην τροχιά μηδενικών επιτοκίων, τι θα μπορούσε να προσφέρει μια περαιτέρω πτώση τους. 

Η απόφαση της Λαγκάρντ για την αγορά ομολόγων 120 δισ. ευρώ μέσα στο 2020 ώστε να αντιμετωπιστεί μια κρίση μεγαλύτερη εκείνης της χρηματοοικονομικής, όπως άλλωστε έχει δηλώσει η ίδια, καθώς επίσης και η καγκελάριος κ. Μέρκελ, δείχνει και σ’ αυτή την περίπτωση ατολμία για μια δραστική παρέμβαση. Πέραν αυτού, ασκώντας επεκτατική νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τη διαθέσιμη ρευστότητα των εμπορικών τραπεζών, δεν σημαίνει ότι θα βρει αυτόματα θετική ανταπόκριση από τις επιχειρήσεις.  

Όλα δείχνουν τελικά ότι ήρθε η ώρα της δημοσιονομικής πολιτικής. Σε κεντρικό επίπεδο και μετά από πιέσεις κυρίως της Ιταλίας που έχει προς το παρόν και το μεγαλύτερο πρόβλημα, φαίνεται ότι γίνεται αποδεκτή μια χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής με την ενεργοποίηση της ρήτρας απόκλισης που προβλέπει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Οι όποιες ανάγκες των κρατών θα ενσωματωθούν στα Προγράμματα Σταθερότητας, τα οποία κατατίθενται τον επόμενο μήνα.

Όμως, το μέγεθος του προβλήματος απαιτεί, εκτός από τη συντονισμένη προσπάθεια από πλευράς κεντρικών ευρωπαϊκών οργάνων, τη δράση των κυβερνήσεων μεμονωμένα. Χώρες, των οποίων δεν τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική σταθερότητα μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να εφαρμόσουν ειδικά προγράμματα στήριξης για επιχειρήσεις και κλάδους καθώς και οριζόντια τόνωση της οικονομικής τους δραστηριότητας. Το αποτέλεσμα των μέτρων θα εξαρτηθεί από το μέγεθος των κεφαλαίων που θα χρησιμοποιηθούν καθώς και από την ταχύτητα με την οποία θα αποφασιστούν και στη συνέχεια θα εφαρμοστούν. Άλλωστε, έχει παρατηρηθεί ότι σε ανάλογες περιπτώσεις, όταν οι όποιες παρεμβάσεις αργούν να δρομολογηθούν, η κρίση επιδεινώνεται. 

Η εμπειρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης έδειξε ότι μια συντονισμένη αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική (Γερμανία το 2009) με τη στήριξη της νομισματικής πολιτικής (ΗΠΑ το 2008) είναι ικανή να αναστρέψει τις όποιες αρνητικές επιδράσεις προκάλεσε η κρίση. Το καλό παράδειγμα του κράτους ακολουθούν στη συνέχεια και οι ιδιώτες, επενδύοντας, δείχνοντας εμπιστοσύνη σε μια οικονομική πολιτική, η οποία έμπρακτα φροντίζει για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Χωρίς αμφιβολία, η Γερμανία, μετά την άστοχη απόφαση για στήριξη των επιχειρήσεων με ένα πενιχρό πακέτο 12,5 δισ. ευρώ για τέσσερα χρόνια, επανήλθε αυτή τη φορά με μια απόφαση που πράγματι έχει τη δύναμη κρούσης που χρειάζεται η ίδια και κατ’ επέκταση και η Ευρώπη. 

Τα 500 δισ. που θέτει η αναπτυξιακή τράπεζα στη διάθεση της οικονομίας είναι σημαντικό ποσό για να στηριχτούν οι επιχειρήσεις και οι θέσεις εργασίας. Αναμένεται ακόμη και μια γενναία αύξηση των κρατικών δαπανών για κάλυψη των απωλειών σε εισοδήματα, στήριξη μικρών επιχειρήσεων, καθώς και κάλυψη των όποιων αναγκών του υγειονομικού συστήματος προκύψουν. 

Αρνητικά συμπτώματα

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο κορονοϊός ήλθε και στην Ελλάδα. Πριν όμως εμφανιστεί το πρώτο κρούσμα, τα κύματα της παγκοσμιοποίησης έφεραν και τις πρώτες αρνητικές επιδράσεις σε καίριους τομείς της οικονομίας μας. Στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στις εξαγωγές. Με τη γνώση πλέον ότι το τέταρτο τρίμηνο του έτους, το καλύτερο παραδοσιακά, ήταν πολύ κακό, μπήκαμε στο πρώτο τρίμηνο του 2020 με τα πρώτα αρνητικά συμπτώματα. 

Στην αρχή, όσο το πρόβλημα ήταν περιχαρακωμένο στην Κίνα, χάσαμε τους Κινέζους τουρίστες, που συνήθως μας επισκέπτονται τους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους. Μετά εμφανίστηκαν τα προβλήματα των επιχειρήσεων που συναλλάσσονται με την Κίνα, ελληνικές αλλά κυρίως ευρωπαϊκές. Πτώση των εξαγωγών, κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, κλείσιμο αερογραμμών, κενά στις εφοδιαστικές αλυσίδες κ.α. Άρχισαν οι ακυρώσεις συνεδρίων, εκδηλώσεων, οργανωμένων ταξιδιών, οι κρατήσεις έπεσαν κατακόρυφα. 

Ώσπου άρχισε να εξαπλώνεται ο ιός και σε άλλες σημαντικές χώρες εκτός Κίνας, όπως η Κορέα, η Ιαπωνία και η γειτονική μας Ιταλία. Έτσι μολύνθηκε ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας. Το χειρότερο, επειδή δεν γνωρίζουμε πότε θα σταματήσει η εξάπλωση του ιού, υπάρχει ο φόβος για τον ελληνικό τουρισμό, ότι θα χάσουμε και το καλοκαίρι. Αυτό θα σημάνει μεγάλες περιπέτειες για τη χώρα και τα έσοδά της, αφού ο προϋπολογισμός για το 2020 έχει συνταχθεί με υπόθεση ανάπτυξης 2,8%. 
Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στη φάση που βρισκόμαστε και που δείχνουν προς τα πού πρέπει να στραφούν οι όποιες παρεμβάσεις της πολιτείας, είναι:

Πρώτον, η ανταπόκριση του υγειονομικού μας συστήματος στην πρόκληση μιας επιδημίας αγνώστων στοιχείων, έντασης και διάρκειας. Χωρίς αμφιβολία εδώ θα πρέπει να γίνει και η μεγαλύτερη προσπάθεια και να διατεθούν σημαντικοί πόροι σε προσωπικό και υποδομές που να είναι ικανοί να ανακόψουν την εξάπλωση, από την οποία εξαρτάται σε κάποιο βαθμό και η ζημιά στην οικονομία. 

Δεύτερον, να στηριχθούν οι επιχειρήσεις που είτε με κρατική παρέμβαση, είτε και λόγω της επιδημίας έχουν υποστεί καθίζηση των εσόδων τους, ώστε να γεφυρώσουν τις όποιες απώλειες μέχρι το ξεπέρασμα της κρίσης. Εδώ, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα στους εργαζόμενους, οι οποίοι θα αναγκαστούν είτε να διακόψουν την εργασία τους είτε να εργάζονται λιγότερες ώρες, κάτι που αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη λύση, ώστε να μη χαθούν θέσεις εργασίας. Η αναστολή πληρωμών, είτε του ΦΠΑ είτε των ασφαλιστικών εισφορών μόνο, είναι αναγκαίο αλλά όχι επαρκές μέτρο για μια ουσιαστική βοήθεια στις πληγείσες επιχειρήσεις, κυρίως των περιοχών που χτυπήθηκαν από τον ιό και τα μέτρα περιστολής του. 

Τρίτον, θα πρέπει σε συνεργασία με τους θεσμούς, να επεξεργαστούμε ένα πρόγραμμα τόνωσης της οικονομίας, με πόρους οι οποίοι πέραν των ευρωπαϊκών ενισχύσεων, θα συμπεριλάβουν και ένα μικρό μέρος από το μαξιλάρι ρευστότητας των 37 δισ. που κατέχει η χώρα. Το απόθεμα αυτό ρευστότητας, χωρίς αμφιβολία, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη φειδώ, όμως είναι γνωστό ότι η αποστολή του είναι να στηρίζει την οικονομία σε πολύ έκτακτες καταστάσεις. Νομίζω ότι μια πανδημία όπως του κορονοϊού παραπέμπει απευθείας στον ορισμό ενός εξαιρετικά μεγάλου έκτακτου γεγονότος. Η χρηματοδότηση μικρότερων και μεγαλύτερων τεχνικών έργων τη στιγμή που οι κατασκευαστικές εταιρείες διαθέτουν ένα τεράστιο ανεκμετάλλευτο παραγωγικό δυναμικό θα ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση.