Skip to main content

Διανοούμενοι… σε ακρότητες 

Γιατί, θα αναρωτηθούμε, να έχουν ανάγκη έναν τέτοιο τίτλο; Μα για να εκτοπίσουν απ’ την ηγεμονία των πολιτικών διεκδικήσεων τον κόσμο της εργασίας.

Διανοούμενος. Τι τίτλος, θα αναρωτηθούμε. Άραγε ποιος τον αποδίδει; Μήπως το ίδιο το υποκείμενο στον εαυτό του; Είναι δηλαδή αυτοαποκαλούμενος διανοούμενος;

Θεωρητικά όχι. Ο Μισέλ Φουκώ είχε προβεί στη διάκριση του ειδικού και καθολικού διανοούμενου. Τι σημασία έχει, έξαλλου, αυτό που διακρίνεται στην ατμόσφαιρα είναι μια «τάση» κάμποσα χρόνια τώρα, ως διανοούμενοι, να ορίζονται εκείνοι που κυρίως αρέσκονται στο να στοιβάζουν στα βιογραφικά τους, πανεπιστημιακές περγαμηνές, σε ικανοποιητικό αριθμό ώστε να τους διασφαλίζουν τον πολυπόθητο τίτλο.

Κατόπιν, με μπόλικη αλαζονεία, ανταγωνίζονται την πραγματικότητα… Γιατί, θα αναρωτηθούμε, να έχουν ανάγκη έναν τέτοιο τίτλο; Μα για να εκτοπίσουν απ’ την ηγεμονία των πολιτικών διεκδικήσεων τον κόσμο της εργασίας.

Πώς αλλιώς θα έθεταν εκτός συζητήσεων την πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι της εργασίας, τη γνώση που παράγει η εμπειρία μέσα από τις διεκδικήσεις για τη βελτίωση της καθημερινότητας. Άλλωστε, πώς θα «αξιώνονταν» μέσα στον κόσμο της εργασίας, ηγεμονική θέση.

Διότι, η διαμάχη έγκειται στο ποιος έχει τη ηγεμονία. Ποιος θα αποτελέσει την πρωτοπορία για λογαριασμό όλων εκείνων που επιθυμούν να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες καθημερινότητας.

Όχι, δηλώνουν σχεδόν πλειοψηφικά, τεχνηέντως και ιδιοτελώς οι φέροντες την περικεφαλαία της διανόησης, δεν μπορεί ο άνθρωπος της εργασίας, να διαμορφώσει ένα πλαίσιο διεκδικήσεων χωρίς τη διανόηση. Και από πού παράγεται η διανόηση; Μα φυσικά απ’ τα Πανεπιστήμια.

Μόνο, που τα τελευταία έχουν από καιρό, στρέψει άλλου το βλέμμα και σφραγίζουν σφικτά τα μάτια, απέναντι στην πραγματικότητα. Προβαίνουν διαρκώς, σε τακτικές και στρατηγικές που θέλουν τον άνθρωπο της εργασίας, στη δια βίου θεωρητική μάθηση την οποία θα του διδάσκουν αποκλειστικά οι ίδιοι.

Τόση «πανουργία» για την ηγεμονία; Θα δάγκωνε κανείς ασυνείδητα τα χείλη του. Γιατί όχι, τι στοιχίζει άλλωστε για έναν τέτοιο διανοούμενο να δηλώνει ότι μελετά π.χ. τα κοινωνικά κινήματα;

Εξάλλου στο ερώτημα, αν έχει συμμετάσχει ποτέ ενεργά σε κάποιο απ’ αυτά, θα απαντήσει με αυθάδεια και ειρωνεία, «δεν μας απασχολεί αυτό, τα εξετάζουμε από ψηλά…» και με το «φωτοστέφανο» της διανόησης, θα διέδιδε ιδέες, «πρωτοπόρες» και φυσικά με βαρύγδουπες εκφράσεις προς τιμήν του εντυπωσιασμού που αφορούν δήθεν το «σύγχρονο» κοινωνικό περιβάλλον.

Κάπως έτσι, με τα κολάρα της διανόησης, θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο η πραγματικότητα απ‘ τη γνώση και θα διογκώνεται μια φαντασιακή φούσκα, λανθασμένων συμπερασμάτων, αλλά ικανή να οδηγήσει σε κοινωνικές και πολιτικές ακρότητες.

Ο μεγάλος συγγραφέας της αρχαιότητας, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, επέλεξε τη σάτιρα, ως απάντηση, στα αντίστοιχα φαινόμενα της εποχής του. «Λοιπόν φίλε μου» γράφει, «θα γελάσεις όταν ακούσεις την αλαζονεία και την τερατολογία τους. Και πρώτα –  πρώτα, ενώ και αυτοί πατούν στη γη και δεν είναι σε τίποτα ανώτεροι από μας, που περπατούμε εδώ στο χώμα και ούτε έχουν καλύτερη όραση απ’ τους άλλους, μερικοί μάλιστα απ’ την τεμπελιά δεν καλοβλέπουν, έλεγαν ωστόσο, πως η ματιά τους φτάνει ίσα με τα πέρατα του ουρανού… έπειτα, πως δεν ήσαν ανόητοι κι ολότελα φουσκωμένα μυαλά, όταν για πράγματα αβέβαια δεν μιλήσουν με υποθέσεις αλλά με βεβαιότητα και επέμεναν χωρίς να δέχονται καμία γνώμη απ’ τους άλλους… ενώ πολλές φορές, αν τύχαινε, δεν ήξεραν πόσο απέχει η Αθήνα απ’ τα Μέγαρα…».

(*) Η Βάσω Μουρελά είναι Πολιτικός Επιστήμονας