Skip to main content

Η Κίνα και το ευρωπαϊκό αδιέξοδο

Η Σινο-γερμανική σύνοδος κορυφής που έχει προγραμματιστεί για τις 20 Ιουνίου πιθανώς να αποφορτίσει προσωρινά την ένταση αλλά είναι ιδιαιτέρως αμφίβολο εάν θα δρομολογήσει ουσιώδεις μετατοπίσεις.

Του Άγγελου Κοντογιάννη-Μάνδρου

Στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, ο πρέσβης της Κίνας στη Γαλλία προκάλεσε ένα mini διπλωματικό επεισόδιο δηλώντας, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης, ότι το καθεστώς των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών είναι αμφισβητήσιμο βάσει του διεθνούς δικαίου. Το υπουργείο εξωτερικών της Κίνας έσπευσε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, οι δηλώσεις, όμως, του Λου Σαγιέ ήταν κάθε άλλο παρά τυχαίες. Η πλήρης ευθυγράμμιση των χωρών της Βαλτικής με τη στρατηγική των ΗΠΑ στο ζήτημα της Ταϊβάν έχει ενοχλήσει σφόδρα το Πεκίνο. Στις αρχές του 2022, μάλιστα, η Κίνα επέβαλλε έναν ιδιότυπο οικονομικό αποκλεισμό στη Λιθουανία, ως απάντηση στην δημιουργία διπλωματικού γραφείου της Ταϊβάν στο Βίλνιους.

Για το Πεκίνο, βεβαίως, οι χώρες της Βαλτικής είναι δυνάμεις ελάσσονος σημασίας. Ο πραγματικός αποδέκτης των δηλώσεων του Λου είναι οι μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κυρίως το Βερολίνο. Διαβλέποντας την αμφιταλάντευση της κυβέρνησης Σόλτς, η κινεζική διπλωματία επιχειρεί να καταστήσει σαφές ότι το Πεκίνο δεν θα δεχθεί καμία αμφισβήτηση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων, ούτε θα μείνει αδρανές εάν η Ευρώπη υιοθετήσει την πολιτική επιθετικής ανάσχεσης της κινεζικής επιρροής που προωθεί η Ουάσιγκτον, το λεγόμενο economic decoupling. Σε πρόσφατες δηλώσεις τους, τόσο η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν όσο και η Αναλένα Μπέρμποκ, η Γερμανίδα υπουργός εξωτερικών, απέφυγαν συνειδητά τον συγκεκριμένο όρο μιλώντας αντ’ αυτού για derisking· προέκριναν, δηλαδή, μια στρατηγική θωράκισης της Ευρωπαϊκής αγοράς σε κρίσιμους τομείς, όπως οι τεχνολογίες αιχμής και τα ορυκτά μέταλλα.

Για την κινεζική πλευρά, βέβαια, η διαφορά μεταξύ decoupling και derisking, δηλαδή μεταξύ αποσύνδεσης και μείωσης ρίσκου, αποτελεί διαφορά βαθμού και όχι ουσίας. Ο αποκλεισμός μεγάλων κινεζικών εταιρειών, όπως η Huawei και η ΖΤΕ, από ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς και η παρακώληση κινεζικών επενδύσεων σε υποδομές ‘στρατηγικής σημασίας’, όπως αυτή της Cosco στο λιμάνι του Αμβούργου, έχουν προκαλέσει τη μήνη του Πεκίνου αλλά δεν έχουν διαταράξει, μέχρι στιγμής, τις σινο-ευρωπαϊκές σχέσεις. Η Κίνα, άλλωστε, παραμένει εκ των βασικών εμπορικών και οικονομικών εταίρων της Ένωσης. Η λεπτή αυτή ισορροπία μεταξύ οικονομικής συνεργασίας και ανταγωνισμού κινδυνεύει, όμως, σήμερα να διαρραγεί υπό το βάρος ευρύτερων γεωπολιτικών διεργασιών.

Η Ουκρανική κρίση έχει ωθήσει την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική σε στενότερο εναγκαλισμό από την Ουάσιγκτον, μειώνοντας έτσι τόσο την ευελιξία όσο και την αξιοπιστία της Ένωσης ως αυτοτελούς παίχτη στο διεθνές στερέωμα. Μετά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Κίνα, ο Εμανουέλ Μακρόν έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, ως προς αυτό, σημειώνοντας ότι η Ευρώπη, είτε θα αποκτήσει «στρατηγική αυτονομία» προάγοντας τα δικά της συμφέροντα, είτε θα μετατραπεί σε ουραγό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής με ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες για την ίδια.

Ήταν μια καθ’ όλα ρεαλιστική επισήμανση, η οποία προκάλεσε, όμως, σφοδρότατες αντιδράσεις τόσο στις Βρυξέλες όσο και στο Βερολίνο.

Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, η Ευρώπη δεν φαίνεται ικανή να μετασχηματίσει τους πόρους, τη θέση και το οικονομικό της βάρος σε γεωπολιτική ισχύ. Η Σινο-γερμανική σύνοδος κορυφής που έχει προγραμματιστεί για τις 20 Ιουνίου πιθανώς να αποφορτίσει προσωρινά την ένταση αλλά είναι ιδιαιτέρως αμφίβολο εάν θα δρομολογήσει ουσιώδεις μετατοπίσεις. Όπως εύστοχα σημείωσε, άλλωστε, ο Μάρτιν Γουλφ σε πρόσφατο άρθρο του στους Financial Times, ένα από τα βασικά προβλήματα, τόσο της Αμερικανικής, όσο και της Ευρωπαϊκής ηγεσίας είναι η αδυναμία τους να κατανοήσουν πλήρως την εγγενή αντιφατικότητα και τους κινδύνους που εγκυμονεί η τρέχουσα στρατηγική τους έναντι του Πεκίνου.