Skip to main content

Για τα δύο αϊτόπουλα

ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ / INTIME NEWS

Ήταν δικά μας παιδιά. Όπου ξεσπούν λευτεριά και λεβεντιά δεν υπάρχει λησμονιά.

Ήταν γερά παιδιά. Στα δυνατά 30.

Ήταν ωραία παιδιά. Όσο ωραία είναι τα παιδιά που το χρέος είν’ η ανασαιμιά τους και άλλον χάρτη περηφάνειας απ’ την πατρίδα δεν γνωρίζει η καρδιά τους.

Ήταν γενναία παιδιά, γιατί επέλεξαν να ζουν στην κόψη πτήσης και πτώσης.

Κανείς δεν πάει στα τυφλά να γίνει πιλότος στα μαχητικά, να τεντώνει τις αντοχές του, τις ικανότητες του, τα νεύρα του, τις αντενες του σε μια διαρκή αιώρηση. Σ’ έναν ακηρυχτο πόλεμο σε καιρό ειρήνης. Σε μια μάχη με τις πιθανότητες και το χρόνο.

Δεν πρόφτασαν να αντιδράσουν. Ξαστόχησε η στιγμή και μια συννεφολύκαινα τους άδειασε χωρίς στερνή κραυγή. Γιατί; Γιατί;

Ήταν γενναία παιδιά, όπως όλα τα αϊτόπουλα που δεν αψηφούν τον θάνατο, μα τον λογαριάζουν στα ίσια.

Έπεσαν. Ή μάλλον όπως στο «άσμα ηρωικό και πένθιμο» “ανέβηκαν μοναχοί κι ολολαμπροι. Τόσο πιωμενοι από φως που φαίνεται η καρδιά τους”.

Εδώ τελειώνει ο θάνατος.

Ένα ξίφος, η γαλανόλευκη, στεφάνια, τιμές, λόγοι, λόγια είναι του κόσμου τούτου. Ο σμηναγός Ευστάθιος Τσιτλακίδης και ο υποσμηναγός Μάριος Μιχαήλ Τουρουτσικας τόν έκαναν λίγο καλύτερο. Γιατί ήταν ταγμένοι.

Κι εμείς βαθιά υποχρεωμένοι.

Ήταν δικά μας παιδιά. Όπου ξεσπούν λευτεριά και λεβεντιά δεν υπάρχει λησμονιά.

Σφίγγεται η ερημιά. Στις άδειες καμάρες των πατρικων τους δεν γυρνοβολα παρηγοριά. Ήταν δικά τους παιδιά.