Skip to main content

«Πράσινη» ατολμία και ο Γερμανικός «ποιμενικός»

REUTERS/Yves Herman

Η Ευρώπη δεν χρειάζεται άτολμες λύσεις. Πρέπει να δημιουργήσει μια δύναμη κρούσης απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό.

«Πράσινο Βιομηχανικό Σχέδιο»: Είναι η πρόταση της Κομισιόν για την «πράσινη μετάβαση» της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Το διακύβευμα κολοσσιαίο: Ούτε λίγο ούτε πολύ έχει στόχο να διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα  των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Κυρίως όμως να αποτρέψει τη φυγή τους από τη Γηραιά ήπειρο προς άλλες περιοχές του πλανήτη, υπό το δέλεαρ ισχυρών επιδοτήσεων.

Στην πράξη, η πρόταση της Κομισιόν θεωρεί απαραίτητη την αναθεώρηση της 30χρονης Συνθήκης του Μάαστριχτ που απαγορεύει τις κρατικές ενισχύσεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αν θέλουμε να σταματήσει, για παράδειγμα η μετεγκατάσταση βιομηχανιών από την Ευρώπη στην Αμερική. Με τον λεγόμενο νόμο IRA-για τη μείωση του πληθωρισμού- η κυβέρνηση Μπάιντεν προσφέρει κάπου 420 δισεκατομμύρια δολάρια μπόνους, σε εταιρείες που θα επενδύσουν σε πράσινες τεχνολογίες σε αμερικανικό έδαφος. Το ευρωπαϊκό σχέδιο φιλοδοξεί επίσης να αποτελέσει την απάντηση και στην Κίνα, που ευχαρίστως επιδοτεί τις δικές της εταιρείες, ενώ περιορίζει την πρόσβαση ξένων στην αγορά της.

Το ευρωπαϊκό σχέδιο στοχεύει  λοιπόν να αμβλύνει το σοκ της αμερικανικής και κινεζικής επίθεσης. Καλά μέχρι εδώ!  Μόνο που η Ευρώπη δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες: ακόμη και αν συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο ανταγωνισμός θα είναι πολύ σκληρός. Μόνο αφελείς μπορεί να πιστέψουν ότι θα υπάρξει fair play. Θα είναι η σειρά της ημέρας. Και υπάρχει επείγουσα ανάγκη δράσης: Ούτε η Ουάσιγκτον ούτε το Πεκίνο, θα περιμένουν την ΕΕ με σταυρωμένα τα χέρια.

Το χειρότερο είναι όμως ότι αν και το ευρωπαϊκό σχέδιο στρέφεται στη σωστή κατεύθυνση, έχει πολλές αδυναμίες. Και ήδη πυροδοτεί αντιδράσεις στους κόλπους των κρατών μελών.

Δύο βασικά οι λόγοι: Πρώτον, η χαλάρωση των κρατικών εθνικών ενισχύσεων θα ενισχύσει τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις στις δημοσιονομικά ισχυρότερες χώρες. Κάθε χώρα θα μπορεί να υποστηρίζει καλύτερα τις επιχειρήσεις της. Αυτό  εγκυμονεί μεγάλο κίνδυνο κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς. Με απλά λόγια, το νέο καθεστώς θα ευνοούσε τους μεγάλους παίκτες στην ΕΕ, με πρώτη τη Γερμανία, που διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να στηρίξει τη βιομηχανία της. Μιλάμε δηλαδή, για στρέβλωση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και πλήγμα για τις χώρες της περιφέρειας της ΕΕ.

Δεύτερον, δημιουργείται μεν ένα νέο «Ταμείο Κυριαρχίας», αλλά η χρηματοδότηση θα γίνει  από  κονδύλια που θα  αφαιρεθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα άλλα ευρωπαϊκά ταμεία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι φτωχότερες χώρες μέλη ό,τι πήραν, πήραν. Δεν έχουν να περιμένουν φρέσκο χρήμα. Ερωτηθείσα η  πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν, εάν το νέο Ταμείο συνεπάγεται κοινό δανεισμό –μια σημαντική κόκκινη γραμμή για τη Γερμανία– είπε ότι «φυσικά, πρέπει να μιλήσουμε με τα κράτη μέλη για άλλες τεχνικές χρηματοδότησης». Αλλά πρόσθεσε με νόημα: «Αυτή η συζήτηση θα πάει μαζί με το καλοκαίρι και δεν μπορώ να σας δώσω ένα ακριβές χρονοδιάγραμμα τώρα».

Είναι εμφανές άλλωστε: Η Ευρώπη δεν έχει απλώς έλλειψη χρημάτων για την πράσινη μετάβασή της. Πρέπει γίνει πιο αποτελεσματική, βελτιώνοντας την ολοκλήρωσή της, για παράδειγμα, ενισχύοντας αποτελεσματικά την κοινή ενεργειακή πολιτική.

Η Ευρώπη δεν χρειάζεται άτολμες λύσεις. Πρέπει να δημιουργήσει μια δύναμη κρούσης απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της επόμενης εβδομάδας. Αλλά το πρόβλημα είναι πάντα το ίδιο: Πώς θα αντιδράσει η Γερμανία. Και μέχρι τώρα, τα μηνύματα από το Βερολίνο είναι εγωιστικά. Deutschland uber alles. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Λίντνερ έχει ήδη πει ότι «δεν χρειαζόμαστε νέα ευρωπαϊκά κονδύλια, πρέπει να αξιοποιήσουμε καλύτερα αυτά που έχουμε ήδη», όπως το Next Generation Eu.

Οι Γερμανοί, μαζί με κάποιες χώρες του Βορρά, δημιούργησαν ένα κοινό μέτωπο εναντίον όλων των χωρών του Νότου. Και τώρα, με τις ολέθριες επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, οι Γερμανοί ανταποκρίνονται όπως απαντούν οι απελπισμένοι: εφαρμόζοντας μια μοναχική πολιτική κρατικής βοήθειας στις γερμανικές επιχειρήσεις.

Οι Γάλλοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά το Παρίσι θα συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε πάντα: μια πολιτική που βασίζεται στη διαμεσολάβηση, με στόχο να εξασφαλίσει η Γαλλία κάτι παραπάνω από τους Γερμανούς. Σήμερα, ο Μακρόν προσπαθεί να εμφανιστεί ως διαπραγματευτής ανάμεσα στη Γερμανία και τις χώρες που τιμωρούνται από τη γερμανική ηγεμονία στην ΕΕ. Αλλά μέχρι εκεί. Το Γαλλικό «κανίς» δεν μπορεί να τα βάλει με τον Γερμανικό «ποιμενικό», που ελέγχει την ευρωπαϊκή αυλή…