Το ζήτημα των επιτοκίων, πάσης φύσεως, βρίσκεται τις τελευταίες ημέρες ψηλά στην ατζέντα της επικαιρότητας. Για να δούμε όμως τι πραγματικά συμβαίνει δεν έχουμε παρά να πάρουμε όλα τα δεδομένα με τη σειρά.
Έμουμε, λοιπόν, έναν επιχειρηματία ο οποίος οφείλει στην τράπεζα δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου. Λόγω της αύξησής τους από τις κεντρικές τράπεζες, επιβαρύνεται το επιτόκιο δανεισμού του και ταυτόχρονα το κόστος της μηνιαίας δόσης του. Εφόσον έχει τη διαθέσιμη ρευστότητα, απλώς θα συνεχίσει να πληρώνει το δάνειο, αν όχι, θα πάει σε ρύθμιση ή το δάνειο θα κοκκινίσει.
Σε μια δεύτερη περίπτωση έχουμε έναν δανειολήπτη ιδιώτη, με στεγαστικό δάνειο, επίσης κυμαινόμενου επιτοκίου, το οποίο και πάλι αυξάνεται, όπως και η δόση του. Ο συγκεκριμένος δανειολήπτης αδυνατεί να το πληρώσει και -στην περίπτωση κατά την οποία κυβέρνηση και τράπεζες συμφωνήσουν σε μια παραλλαγή του «ισπανικού μοντέλου» περί αντιμετώπισης των αυξημένων επιτοκίωνθα μπορεί να προσέλθει στην τράπεζα και να ρυθμίσει το δάνειό του, μεταφέροντας κάθε έξτρα επιβάρυνση στο τέλος του λογαριασμού, ώστε να πληρωθεί σε δεύτερο χρόνο, αφού δηλαδή πρώτα ολοκληρωθεί η καταβολή του δανείου με τους βασικούς του όρους.
Αν τώρα ο δανειολήπτης έχει την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τη διαφορά, απλώς θα συνεχίζει να πληρώνει το δάνειο επιβαρυνόμενος από το νέο επιτόκιο, ανά δόση (εκτός εάν η σχεδιαζόμενη ενίσχυση είναι οριζόντια).
Τέλος, έχουμε μια ακόμη περίπτωση, μόνο που αυτή τη φορά πρόκειται για καταθέτη, ο οποίος επί χρόνια διατηρεί τον… κουμπαρά του με μηδενικά επιτόκια στην τράπεζα. Ο καταθέτης αυτός, σήμερα που τα επιτόκια αυξάνονται διεθνώς, βλέπει τις οικονομίες του στην τράπεζα να του «επιστρέφουν» και πάλι οριακά μηδενικές αποδόσεις.
Τα συμπεράσματα δικά σας…
Από την έντυπη έκδοση