Skip to main content

Ρευστότητα

Ο έχων υψηλή ρευστότητα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Σήμερα, όποιος δεν έχει ανάγκη νέου δανεισμού διατηρεί προβάδισμα ανταγωνιστικότητας.

Πιο ξεκάθαρο δεν μπορούσε να το κάνει η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας -είπε- είναι να αυξήσει τα επιτόκια τόσο όσο θα χρειαστεί ώστε να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. Και μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος, το κόστος του χρήματος θα βαραίνει, ακόμη κι αν η ζυγαριά της παραγωγικότητας της Ευρώπης γυρίσει υπέρ της ύφεσης (που θα γυρίσει).

Στην πράξη αυτό θα σημάνει αλυσιδωτές αυξήσεις επιτοκίων μέχρις ότου ο πληθωρισμός επιστρέψει στο 2%, όταν σήμερα ο ΔΤΚ της Ευρωζώνης είναι 10,7% και τον Ιανουάριο προβλέπεται να φθάσει στο 12,1%.

Οι πλέον αισιόδοξες προβλέψεις αναφέρουν ότι ο στόχος του 2% δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί πριν από το 2024 και στο μεσοδιάστημα είναι βέβαιο ότι τα επιτόκια θα αυξάνονται, με βαριές τις συνέπειες για τα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού (επιχειρηματικά και στεγαστικά), τα επιτόκια των εταιρικών ομολόγων, όπως και τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων, όπου το ένα ρεκόρ καταρρίπτει το άλλο.

Σε ό,τι αφορά την αγορά, το μήνυμα είναι πολύ συγκεκριμένο: Ο έχων υψηλή ρευστότητα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Σήμερα, όποιος δεν έχει ανάγκη νέου δανεισμού διατηρεί προβάδισμα ανταγωνιστικότητας, εξασφαλίζει υγιή καθαρά αποτελέσματα, κερδίζει μερίδια αγοράς και, όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση, κατά την αναδιανομή του διαθέσιμου πλούτου θα βρεθεί από την πλευρά των κερδισμένων.

Ο χρόνος μέχρι το 2024, οπότε πιθανότατα να ελεγχθεί μερικώς η πληθωριστική καταιγίδα, δεν λογίζεται μικρός για επιχειρήσεις οι οποίες κινούνται σε οριακό επίπεδο. Ένα είναι βέβαιο. Το διάστημα που θα ακολουθήσει πρόκειται να αποδειχθεί επίπονο για μεγάλο κομμάτι της αγοράς.