Skip to main content

Ποια θα είναι η επόμενη μέρα μετά τον πόλεμο του Πούτιν;

Του Δημήτρη Χαραλάμπη
Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Προέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης

Για να κάνουμε κάποιες σκέψεις για το αύριο πρέπει να καταλάβουμε το χτες.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τα στοιχεία εκείνα που έκαναν τον Πούτιν να πιστέψει ότι είχε έλθει η ιστορική στιγμή της βίαιης αναθεώρησης της διεθνούς τάξης, των διεθνών θεσμών και της γεωστρατηγικής αναδιάρθρωσης του κόσμου και γι αυτό η ευκαιρία για να ξεκινήσει την εισβολή. Τα στοιχεία, βάσει των οποίων θεώρησε  ότι έχει ωριμάσει η αναθεώρηση του μεταψυχροπολεμικού κόσμου και η ανατροπή ακόμη και αυτής της ισορροπίας δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη.

Το πρώτο θεμελιώδες στοιχείο αυτής της ερμηνείας είναι η υποχώρηση της υπεροχής της Δύσης που είχε προκύψει μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το γεγονός, ότι οι Η.Π.Α. έχασαν την ιστορικά μοναδική παγκόσμια πρωτοκαθεδρία που απολάμβαναν την πρώτη και τη δεύτερη μετά-σοβιετική δεκαετία.

 Η αυταπάτη ότι η «αυθόρμητη τάξη» της αγοράς (Hayek) αρκούσε για να σταθεροποιηθούν σε παγκόσμια κλίμακα οι οικονομικές και πολιτικοκοινωνικές ισορροπίες είχε καταλυτικά αποτελέσματα. Η αυταπάτη ότι ο καπιταλισμός, ως το μοναδικό πλέον οικονομικοκοινωνικό σύστημα στο κόσμο, υπό τους όρους  της  λεγόμενης συναίνεσης της Ουάσιγκτον, διαμόρφωνε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία υπό την πρωτοκαθεδρία της Αμερικής κατέστησε την πολιτική  ηγεσία των Η.Π.Α. ανίκανη να αντιληφθεί το εύρος των  ιστορικών προκλήσεων. Ανίκανη να αντιληφθεί τις αναγκαίες στρατηγικές που θα ήταν σε θέση να σταθεροποιήσουν το τέλος του ολοκληρωτισμού, να ενσωματώσουν την παραπαίουσα Ρωσία σε μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας και να θωρακίσουν τη Δημοκρατία σε παγκόσμια κλίμακα.  

Στη συνέχεια ο ολέθριος για τις Η.Π.Α., αλλά και για τη Δύση γενικότερα μακροχρόνιος πόλεμος που ξεκίνησε η τυχοδιωκτική κυβέρνηση του Μπους του Νεώτερου  μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ επιτάχυνε την υποχώρηση της Αμερικής ως καθοριστικής παγκόσμιας δύναμης. Υποχώρηση που κατέδειξε και το φιάσκο της ερασιτεχνικά οργανωμένης αποχώρησης από το Αφγανιστάν.

Η κυβέρνηση Ομπάμα, στο μεσοδιάστημα μεταξύ της ανικανότητας της προεδρίας του Μπους του Νεώτερου και της γελοιοποίησης της τετραετίας Τράμπ, παρόλο που βόηθησε στο να αποκτήσει η Αμερική μεγάλο μέρος από το χαμένο διεθνές κύρος της δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εσωτερική διάβρωση της αμερικανικής Δημοκρατίας.

Η γελοιοποίηση της Αμερικής, η εσωτερική πόλωση, η αξιοθρήνητη αντιμετώπιση της πανδημίας, η σταδιακή διάλυση της συνοχής της αμερικανικής κοινωνίας και η αναδίπλωση της Αμερικής από την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή κατά την προεδρία Τράμπ, ήταν για τον Πούτιν η καθοριστική ένδειξη ότι η Αμερική δεν πρόκειται παρά να εγκαταλείψει τον διεθνή της ρόλο και να επανέλθει στη προ-ρουσβελτιανή αν όχι και στην προ-ουϊλσιανή απομόνωσή της. Για τον Πούτιν και η κυβέρνηση Μπάϊντεν, έρμαια της εσωτερικής διάβρωσης της αμερικανικής Δημοκρατίας και των ορίων μιας εσωτερικά και εξωτερικά αδύνατης προεδρίας, δεν άλλαξε τίποτα σε αυτή την παρακμιακή πορεία. Συγχρόνως η μετάθεση του στρατηγικού βάρους στον Ειρηνικό φάνηκε να επιβεβαιώνει την απομάκρυνση από την Ευρώπη.

Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο ήταν η αντίληψή του για το ρόλο και την κατάσταση της Ευρώπης.

Η Ευρώπη και ειδικότερα η Ε.Ε., αρχικά υπό την πίεση της χρηματοπιστωτικής-δημοσιονομικής κρίσης και στη συνέχεια υπό την πίεση της πανδημίας, εσωτερικά διχασμένη μεταξύ Βορρά-Νότου, μετά από την πολλές φορές αποικιακή αντιμετώπιση του Νότου από τον Βορρά κατά την οικονομική κρίση, την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και την αξιακή διαίρεση Δύσης-Ανατολής δεν παρουσίαζε τη συνοχή και τη δυναμική εκείνη, για την οποία είχε σχεδιαστεί μετά τον πόλεμο και η οποία θα μπορούσε, ενταγμένη στην αμερικανική αμυντική ομπρέλα, να αντιμετωπίσει τον ωμό επεκτατισμό του Πούτιν. Άλλωστε η Γερμανία, η ουσιαστικά ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη, όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά μετά την επανένωση,  από την εποχή Σρέντερ και κυρίως κατά την 16ετία της κυβέρνησης Μέρκελ, ενώ επέβαλε του όρους της με απόλυτη αποφασιστικότητα στο εσωτερικό της Ένωσης, αντιμετώπισε την Ρωσία του Πούτιν και την Κίνα του Σι-Τζινγκπίνγκ, μέσα από  τον συνδυασμό των συμπλεγμάτων του παρελθόντος (απέναντι στη Ρωσία) και της αφελούς πίστης στην ήπια δύναμη της παγκόσμιας αγοράς. Παγκόσμιας αγοράς στην οποία, σύμφωνα με τις γερμανικές αυταπάτες,  ο ρόλος της Γερμανίας ως της μεγαλύτερης εξαγωγικής δύναμης, σε –επικερδή- σύμπνοια με την Κίνα, φάνταζε καταλυτικός.

Η «προσαρμοσμένη στην αγορά Δημοκρατία» της Μέρκελ δεν οδήγησε στην εσωτερική διάβρωση της Δημοκρατίας, όπως στις Η.Π.Α., αλλά κατέστησε τη γερμανική κοινωνία ευάλωτη απέναντι σε εξωτερικές εξαρτήσεις και έρμαιο της ίδιας της υποτιθέμενης ήπιας δύναμής της. Το αποτέλεσμα ήταν η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας-και της Ευρώπης-από τη  Ρωσία, η εξάρτησή της από την κινεζική αγορά και ο εκούσιος αφοπλισμός της.

Η ανυπαρξία πραγματικής αντίδρασης της Δύσης μετά τη σφαγή στο Γκρόζνυ της Τσετσενίας, τη συνεχή εσωτερική καταπίεση και τη λογοκρισία, τις δολοφονίες δημοσιογράφων και αντιφρονούντων στη Ρωσία, την εισβολή στη Γεωργία, τον ενδεκαετή  πόλεμο στη Συρία ( με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην ημερησία διάταξη) και τη μετατροπή της Συρίας του Άσσαντ σε ρωσικό προτεκτοράτο, την προσάρτηση της Κριμαίας και τα 8 χρόνια πόλεμο στο Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας  έδωσαν στον Πούτιν την εντύπωση ότι οι όποιες αντιδράσεις στην εισβολή και κατάληψη της Ουκρανίας θα ήταν και πάλι υποτονικές και τελικά άνευ σημασίας. Αντίθετα θεωρούσε προφανώς, ότι η εισβολή στην Ουκρανία δεν θα οδηγούσε μόνο στην εύκολη μετατροπή των τέως Σοβιετικών Δημοκρατιών και πάλι σε κράτη –δορυφόρους της Ρωσίας, κατά το πρότυπο της Λευκορωσίας, αλλά θα ήταν η αρχή του εκβιασμού και της σταδιακής φινλανδοποίησης της Ευρώπης.

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις οργανώθηκε η εισβολή, ακολουθώντας το τόσο κοινότοπο πρότυπο της εισβολής του Χίτλερ στην Πολωνία : Η Ουκρανία απειλούσε τη Ρωσία και γι αυτό αμυνόμενη η Ρωσία εισέβαλε…

Όμως η εκπληκτική αντίσταση του ουκρανικού λαού ανέτρεψε όλο το σχέδιο του νέο-αυτοκρατορικού αναθεωρητισμού του Πούτιν. Αντίσταση που ανέτρεψε την παθητικότητα και τις μέχρι χτες κυρίαρχες αυταπάτες της Ευρώπης, όπως και την  αναδίπλωση της Αμερικής από την Ευρώπη. Το ΝΑΤΟ ξαναβρίσκει λόγο ύπαρξης και γίνεται ζητούμενο και για χώρες που κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου δεν είχαν ενταχθεί σε αυτό (Σουηδία, Φινλανδία), η Γερμανία εγκαταλείπει το δόγμα της ήπιας δύναμης (στάση την οποία θα ακολουθήσει προφανώς και η Ιαπωνία), η αλληλεγγύη προς την Ουκρανία και οι κυρώσεις πρωτοφανείς στην ιστορία των διεθνών σχέσεων με βαρύτατες επιπτώσεις για τη ρωσική οικονομία. Η Ρωσία μεταβάλλεται τάχιστα σε οικονομικό, πολιτικό και ηθικό παρία του Διεθνούς Συστήματος. Παράλληλα γίνεται κάθε μέρα εμφανέστερο από τις εσωτερικές κοινωνικές αντιδράσεις στη Ρωσία, παρά την ωμή βία του καθεστώτος και την έξαρση της λογοκρισίας και της προπαγάνδας,  ότι ο Πούτιν δεν είχε αντιληφθεί τον βαθμό ενσωμάτωσης μεγάλου μέρους της ρωσικής κοινωνίας στον δυτικό πολιτισμό και στις δυτικές αξίες, πέρα από τις μυθοπλασίες της αγοράς.

Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Ο πόλεμος συνεχίζεται.

Υπό τις σημερινές συνθήκες μια εσωτερική ανατροπή στη Ρωσία, μια ανατροπή της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και της πολιτικό-στρατιωτικής μετά-σοβιετικής νομενκλατούρας, που θα ήταν η ιδανική λύση για όλους και ασφαλώς για τον ρωσικό λαό, είναι προφανώς ακόμη αδύνατη. Το πιθανότερο είναι ότι ο ρωσικός στρατός θα καταλάβει τελικά ολόκληρη την Ουκρανία, ίσως και τη Μολδαβία, και θα εγκαταστήσει μια κυβέρνηση ανδρεικέλων, ή θα καταλάβει και προσαρτήσει τα παράλια μαζί με την περιοχή του Ντονμπάς κατά τα πρότυπα της Κριμαίας και θα εγκαταστήσει στην εσώκλειστη υπόλοιπη χώρα ένα υποτελές στη Ρωσία καθεστώς.

Εξελίξεις που σημαίνουν  το τέλος της παγκοσμιοποίησης και ένα νέο  ψυχρό πόλεμο.

Η κύρια  αντιπαράθεση όμως θα παιχθεί μεταξύ της Δύσης και της Κίνας. Η Ρωσία του Πούτιν,  μακριά από τον δυτικό κόσμο, που θα αποτελούσε τον φυσικό χώρο της ρωσικής κοινωνίας,  θα μπορέσει να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο ενός άξονα Κίνας-Ρωσίας. Σε αυτόν τον άξονα η ασυμμετρία οικονομικής, τεχνολογικής αλλά και διεθνοπολιτικής δύναμης είναι δεδομένη και ο καθοριστικός πόλος είναι η Κίνα, έστω και αν έχει πολύ δρόμο μπροστά της για να αποκτήσει ανάλογο με τη Ρωσία πυρηνικό οπλοστάσιο. 

Αυτός ο νέος ψυχρός πόλεμος διαφέρει από τον προηγούμενο. Το καθεστώς Πούτιν είναι μια κλεπτοκρατική δικτατορία, η οποία στηρίζεται σε καταπίεση, τρομοκρατία και διαφθορά. Δεν έχει την ιδεολογική δύναμη και πλανητική επιρροή που είχε ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός, ο οποίος γι αυτό το λόγο άντεξε 70 χρόνια. Το καθεστώς του επιθετικού εθνικισμού και του αυταρχικού κλεπτοκρατικού καπιταλισμού του Πούτιν δεν έχει τέτοια προοπτική και ίσως γι αυτό είναι ακόμη πιο απρόβλεπτο και επικίνδυνο.

Λόγω του πεπερασμένου της δικτατορίας του Πούτιν το παιγνίδι μακροπρόθεσμα είναι στα χέρια της Κίνας, η οποία χωρίς και αυτή να έχει την ιδεολογική βάση ενός διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως στη μαοϊκή περίοδο, έχει μια σαφώς πολύ πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική παγκόσμιας ισχύος.

Ο πόλεμος του Πούτιν, συσπείρωσε και «ξύπνησε» μια ανέλπιστη ενότητα και αποφασιστικότητα στη Δύση, δημιουργώντας έτσι  εμπόδια  στο ειρηνικό προσωπείο της κινεζικής στρατηγικής της παγκόσμιας  διείσδυσης, τον περίφημο «νέο δρόμο του μεταξιού». Η άρνηση της κρατικής οντότητας της Ουκρανίας συμβαδίζει απόλυτα με την άρνηση της κρατικής οντότητας της Ταϊβάν και προϊδεάζει για το τι μέλει γενέσθαι  στη Νότια Σινική Θάλασσα. Ο επιθετικός εθνικισμός και η νεοαποικιακή στρατηγική της Κίνας γίνονται πλέον όλο και περισσότερο ορατοί, όπως και η στοχοθεσία της περιθωριοποίησης της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και του ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πόρων σε παγκόσμια κλίμακα.  Αν και η εισβολή του Πούτιν δεν εντάσσεται στα στρατηγικά σχέδια της Κίνας, ο Σι δεν μπορεί παρά να αποδεχθεί, και μάλιστα πανηγυρικά, το ρόλο του αυτονόητου συμμάχου του Πούτιν, ονομάζοντας και αυτός την εισβολή «ειρηνική επιχείρηση» αυτοπροστασίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες ίσως εμφανίζεται η αμυδρή προοπτική μιας λύσης στο ουκρανικό αδιέξοδο. Οι καταστροφικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, που με τίποτα δεν ανταποκρίνονται στο συμφέρον της Κίνας, όπως και η σταδιακή απομυθοποίηση της παρουσίας της στο διεθνές σύστημα μπορεί να οδηγήσουν τον Σι στην ανάληψη του ρόλου του υποτίθεται συνετού και υπεύθυνου τρίτου που θα επέμβει με την επιρροή του για να διασώσει δήθεν την παγκόσμια ειρήνη και μέσω αυτής της πρωτοβουλίας να αποκαταστήσει το διεθνές κύρος της Κίνας στο πλανητικό παιγνίδι κυριαρχίας. Η Κίνα άλλωστε δεν επείγεται, έχει χρόνο για την πραγμάτωση των στρατηγικών της στόχων. Όμως οι εξευτελιστικοί όροι που θέτει ο Πούτιν για την κατάπαυση του πυρός, όροι που ταυτίζονται πλήρως με την ολοκληρωτική νίκη της Ρωσίας, γιατί διαφορετικά θα καταρρεύσει το συμβολικό-ιδεολογικό υπόβαθρο της εξουσίας του, καθιστούν και αυτή την προοπτική δύσκολη και πιθανή μόνο μετά την κατάλυση της κρατικής οντότητας της Ουκρανίας.

Στη νέα αυτή ψυχροπολεμική αντιπαράθεση οι διαχωριστικές γραμμές διαφαίνονται πλέον. Όμως η εσωτερική διάβρωση της Δημοκρατίας, ο μεγάλος βαθμός εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο και το ρωσικό πετρέλαιο, η ακόμη άδηλη διεθνής ισορροπία (ποια θα είναι η θέση της Ινδίας, πως θα διαμορφωθούν οι ισορροπίες στον μουσουλμανικό κόσμο και στη Νότιο Αμερική;) και η εξάρτηση από την κινεζική αγορά δεν έχουν οριστικοποιήσει ακόμη ένα νέο σύστημα ασφάλειας.

 Ως προς τη συνοχή του δημοκρατικού κόσμου δύο θεωρώ ότι είναι οι εστίες απειλής :

Η πρώτη θα εξαρτηθεί από την πορεία της αμερικανικής Δημοκρατίας. Αν οδηγηθούμε σε ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στο Κογκρέσο και σε δεύτερη  Προεδρία Τραμπ, πιθανότατα ύστερα από ένα εκλογικό πραξικόπημα που προετοιμάζει η άρνηση του εκλογικού αποτελέσματος του 2020 και η συστηματική διάβρωση των κανόνων της εκλογικής διαδικασίας, τότε η θεσμική έκπτωση της αμερικανικής Δημοκρατίας θα υποσκάψει και θα ανατρέψει το πολιτικό και ηθικό περιεχόμενο της αντιπαράθεσης και ως εκ τούτου την εσωτερική συνοχή της Δύσης.

Η δεύτερη αφορά στους καθοριστικούς όρους της κοινωνικής συνοχής και της ποιότητας της Δημοκρατίας. Αν δεν επέλθει αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού παραδείγματος της ακραίας εκδοχής της αγοράς δεν μπορεί να υπάρξει εκείνη η κοινωνική αποδοχή, η οποία ανέδειξε την Δημοκρατία νικήτρια του μεταπολεμικού ψυχρού πολέμου. Γιατί μπορεί η κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος να ερμηνεύτηκε, στη δεδομένη ιστορική συγκυρία, ως νίκη του Ρήγκαν και της νεοφιλελεύθερης εκδοχής της αγοράς, αλλά προϋπόθεση αυτής της νίκης υπήρξαν οι όροι της κοινωνικής συνοχής που είχε πετύχει ο κεϋνσιανός μεταπολεμικός καπιταλισμός στη βάση του ουσιαστικού εκδημοκρατισμού που εξασφάλιζε η προοδευτική φορολόγηση και η αναδιανεμητική δικαιοσύνη.