Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Αναγνώστης της στήλης, τέλος χρονιάς που βρισκόμαστε/μέρες υποδοχής του 2019, μας ρωτούσε πώς και δεν σταθήκαμε τον τελευταίο καιρό στις προοπτικές έκδοσης ομολόγων της Ελλάδας, ως «απόδειξη» της επανόδου στην κανονικότητα. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι όλο και «κάτι» ζουζουνίζει γύρω από τη θεματική αυτή: οι αποδόσεις των ομολόγων και η πρόσβαση ή μη στις αγορές κοντεύουν να γίνουν θέμα των πολιτικών αντιπαραθέσεων στη Βουλή και του καβγά στα τηλεπαράθυρα. Διστακτικά, ανταποκρινόμαστε:
Είναι πάντα παρακινδυνευμένο να βγάζει κανείς συμπεράσματα -και μάλιστα να επιχειρεί προβολές σε έστω και κοντινό μέλλον- με βάση την κίνηση στις αγορές ομολόγων. Οι οποίες, ούτως ή άλλως, ενσωματώνουν περισσότερους παράγοντες απ’ όσους συνήθως βλέπουμε να «αξιοποιούνται» από τους αναλυτές. (Και μάλιστα όταν πρόκειται για αγορές ρηχές και εύκολα επηρεάσιμες όπως εκείνες των ελληνικών χαρτιών.)
Όμως η -προσώρας- εκτόνωση της ιταλικής κρίσης/αντιπαράθεσης με τις Βρυξέλλες, και η σχετικά γρήγορη αντανάκλαση στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων (τα 10ετή είχαν ξεπεράσει εκεί το 3,55% προ εβδομάδων, ενώ ήδη «πέρασαν κάτω» από το 3%, γύρω στο 2,8% – με spread έναντι του γερμανικού Bund σχεδόν στα 250 bps, όταν είχαν βρεθεί και στα 310 bps) στρέφει όντως αναγκαστικά τα μάτια και στα ελληνικά χαρτιά. Τα οποία, με μια σχετική διστακτικότητα, ακολούθησαν: πέρασαν τα 10ετή μας σε επίπεδα και κάτω από 4,3%, ενώ είχαν φθάσει και το 4,65%, με spread έναντι του Bund κάτω από 410 bps.
Το κακότυχο 7ετές μας, που είχε εκδοθεί τον Φεβρουάριο στο 3,5%, αντλώντας 3 δισ. ευρώ (εν μέρει από επενδυτές οι οποίοι διακρατούσαν τότε 10ετές που «έγραφε» 3,6% και πούλησαν προκειμένου να δοκιμάσουν το φρέσκο 7ετές…) ξαναγύρισε κάτω από το 4%, ενώ είχε κοντέψει μια στιγμή να πιάσει σε απόδοση ένα επικίνδυνο 4,40% – «τσουρουφλίζοντας» και εγκλωβίζοντας όσους το είχαν αποτολμήσει.
Ξαναλέμε ότι το να ψειρίζει κανείς τις αποδόσεις σε μια αγορά με περιορισμένο βάθος δεν είναι κάτι πολύ υπεύθυνο. Και ασφαλώς η πορεία που θα ακολουθήσει η διστακτική επάνοδος της Ελλάδας «στις αγορές, στις αγορές!» -όπως κοντεύει να γίνει το νέο πολιτικό σύνθημα- περιορισμένα μόνο εξαρτάται απ’ αυτήν την όψη των πραγμάτων. Έναντι των κάπου 7 δισ. ευρώ που αναμένεται να σηκώσει η χώρα μέσα στο -προεκλογικό, σωστά;- 2019, κατά τον ΟΔΔΗΧ και τη Rothschild, ανάλογο ποσό θα επιδιωχθεί να προκύψει από το πρωτογενές πλεόνασμα που χτίστηκε και προσδοκάται ότι θα συνεχίσει να χτίζεται. Ενώ, ροκανίζοντας το cash buffer (με πλήρη συναίνεση των δανειστών, σημειωτέον), θα επισπευσθεί η εξόφληση του «ακριβού» δανεισμού από ΔΝΤ κατά 4 δισ. ευρώ για λήξεις μέχρι και 2020.
Εδώ, θυμόμαστε κάτι: ότι η άντληση/draw-down από το cash buffer για εξόφληση χρέους προς ΔΝΤ (αλλά και προς την ΕΚΤ), έτσι όπως «σβήνει» οφειλές δεν αλλάζει τη συνολική εικόνα του χρέους. Όμως μειώνει το κόστος εξυπηρέτησης και αναπροσαρμόζει λήξεις.
Πάντως η συνολικότερη επιβάρυνση του κλίματος στις αγορές -η Ιταλία, που είχε συγκεντρώσει τους προβολείς, ή και η διατάραξη από το Brexit αποτελεί μια μόνο πτυχή: η σταδιακή αλλαγή πλεύσης στο μέτωπο της ποσοτικής χαλάρωσης/ΕΚΤ (η περίοδος επανεπένδυσης δεν μας αφορά, αφού ο Μάριο Ντράγκι ούτε στην τελική ευθεία αγόρασε ελληνικό χαρτί), αλλά και η έστω διστακτική κίνηση της FED στη σκακιέρα των επιτοκίων (παρά την αντίδραση Τραμπ, ο Τζερόμ Πάουελ έφτασε το βασικό επιτόκιο της Fed στο 2,5%. το αμερικανικό 10ετές έχει εν τω μεταξύ απόδοση κάπου στο 2,5%)- ένα πάντως δείχνει: ότι η πίεση θα είναι βασικό παρακολούθημα στο ορατό μέλλον.
Έτσι θα πορευόμαστε όλοι… Ενώ λοιπόν ο ΟΔΔΗΧ θα οριστικοποιεί τους σχεδιασμούς για το ξεκίνημα του 2019, θα συνεχίζονται οι πιεστικές ερωτήσεις προς ΕΚΤ/SSM για το πότε θα αφεθούν οι ελληνικές συστημικές τράπεζες να επενδύσουν περισσότερο σε εγχώριο χαρτί, πράγμα που θα διευκόλυνε αισθητά την πρώτη έξοδο στις αγορές. Η οποία, ούτως ή άλλως, μόνο «προ-κανονισμένη» θα επιχειρηθεί, άμα όντως γίνει στο πρώτο δίμηνο του χρόνου.
Επιπλέον, ενώ παλιότερα οι σχεδιασμοί επικεντρώνονταν στην έκδοση 10ετούς, τώρα όλοι θα είναι ευτυχείς με ένα προσεκτικότερο 5ετές ως αρχική κίνηση.Αν λοιπόν -καταλήγουμε- θεωρεί κανείς ότι η συζήτηση γύρω από την επάνοδο «στις αγορές, στις αγορές!» είναι πρόσφορο θέμα για πολιτική συζήτηση, μάλλον λάθος κάνει. Αλλού/αλλιώς θα είναι το άλμα στο 2019, αν δεν είναι απλώς σούρσιμο.