Skip to main content

«Το τέλος της κρίσης»

Από την έντυπη έκδοση

Αγαπητοί αναγνώστες,

Με ιδιαίτερη χαρά σας πληροφορώ ότι η «κρίση» έπαυσε να υπάρχει αυτή την εβδομάδα. Επί σχεδόν επτά χρόνια οι Έλληνες πολίτες άκουγαν από το στόμα διακεκριμένων πολιτικών, δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών, κρατικών λειτουργών, αναλυτών, αλλά ακόμη και εκπροσώπων διεθνών οργανισμών τις εξελίξεις σχετικά με την «κρίση». Άλλοτε εξαλειφόταν προσωρινά, άλλοτε επανήρχετο, καμιά φορά γινόταν σύγκριση με άλλες χώρες, αλλά η λέξη «κρίση» είχε πλέον καθιερωθεί (και ήταν σχεδόν αναπόφευκτη) σε κάθε συζήτηση για την ελληνική οικονομία.

Μάταια είχα προσπαθήσει σε άρθρα, συνεντεύξεις και διαλέξεις μου να εξηγήσω ότι δεν υπάρχει «κρίση». Μάταια είχα συγκρίνει την περίπτωση της Ελλάδας με άλλες οικονομίες που είχα ασχοληθεί επαγγελματικά τα 32 χρόνια που υπηρέτησα σαν στέλεχος του ΔΝΤ. Καμιά φορά δεχόμουν και εγώ τον όρο για να μη θυσιάσω κάποια ουσιαστική ανάλυση στον βωμό μιας τυπικής ορολογίας. Αλλά συνήθως επανερχόμουν και εξηγούσα γιατί αυτό που διέρχεται η ελληνική οικονομία από το 2010 και μετά δεν είναι στην πραγματικότητα «κρίση». Οι συνομιλητές, αναγνώστες, δημοσιογράφοι, ακροατήρια αλλά και φίλοι γύρω από το τραπέζι με κοιτούσαν με δυσπιστία.

Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει «κρίση» με αθροιστική πτώση του ΑΕΠ κατά 25% τα τελευταία έξι χρόνια, σημαντική πτώση των μισθών και συντάξεων, εκτόξευση της ανεργίας στο 26% και κατάρρευση των τιμών των ακινήτων; Και πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζει κάποιος, πόσο μάλλον οικονομολόγος με διεθνή εμπειρία, ότι η παρουσία capital controls, η έλλειψη πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, η μεγάλη απομείωση του ιδιωτικού χρέους κατά 53% το 2012 και, το σημαντικότερο, η δανειοδότηση από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, όλα αυτά να μη συνιστούν στοιχεία «κρίσης» για μια χώρα;

Η απάντηση σ’ αυτά τα λογικά ερωτήματα είναι η διαφορά ανάμεσα στην «κρίση» και στην κρίση. Η λέξη «κρίση» με εισαγωγικά είναι μια έννοια. Η λέξη κρίση, χωρίς εισαγωγικά, αποδίδει μια πραγματικότητα. Τα πρώτα τρία χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, οι δύο λέξεις ταυτίζονταν.

Η ελληνική οικονομία άρχισε να διέρχεται από μια περίοδο μεγάλης κρίσης, που αντικατοπτριζόταν στα μακροοικονομικά μεγέθη που ανέφερα πιο πάνω. Εκείνη την περίοδο ήταν πράγματι σωστό να μιλάμε για «κρίση», δηλαδή μία έκτακτη κατάσταση που θα επανήρχετο στην αρχική κανονικότητα. «Μπόρα είναι, θα περάσει» όπως σκεφτόταν ο μέσος Έλληνας μέχρι το 2015.

Αλλά δεν ήταν μπόρα, και δεν πέρασε. Και η εφαρμογή των capital controls τον Ιούλιο του 2015 ήταν η τελευταία επίσημη ταυτοποίηση αυτής της αλήθειας. Μόνο γύρω στα μέσα της περασμένης χρονιάς, καθώς οι φοροεισπρακτικές απαιτήσεις του κράτους άρχισαν να «τσιμπάνε», η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών άρχισε να εξανεμίζεται και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές από τους πάντες προς τους πάντες (κράτος προς ιδιώτες, ιδιώτες προς το κράτος, ιδιώτες μεταξύ τους) άρχισαν να αυξάνονται αντί να ελαττώνονται, άρχισε δειλά να εμφανίζεται το ερώτημα: μήπως αυτό που περνάμε ΔΕΝ είναι κρίση; Μήπως περνάμε από μια περίοδο μακροχρόνιας προσαρμογής που θα έχει σαν αποτέλεσμα τη βαθμιαία και μη αναστρέψιμη μείωση του βιοτικού επιπέδου της χώρας;

Η απάντηση, αγαπητοί αναγνώστες, είναι «ακριβώς»! Η Ελλάδα ζούσε με δανεικά επί δεκαετίες, το βιοτικό επίπεδο είχε αναβαθμιστεί πλασματικά σε σημείο που δεν ανταποκρινόταν στην παραγωγική ικανότητα της χώρας, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα στο μέσο της παγκοσμιοποίησης είχαν εξαφανιστεί και τον Μάιο του 2010 η χώρα είχε ουσιαστικά χρεοκοπήσει.

Με τα τεράστια δάνεια που πήρε από το ΔΝΤ και τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης το 2010 και το 2012, με την έμμεση βοήθεια από την ΕΚΤ και με το δάνειο του ΕΜΣ το 2015 η Ελλάδα παρέτεινε την προσαρμογή κατά τουλάχιστον 7 χρόνια.

Ο κατακόρυφος μηδενισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος από τη μια χρονιά στην άλλη το 2010, που θα ήταν νομοτελειακά αναγκαίος και θα είχε μεταφραστεί σε άμεση μείωση των δαπανών κατά περίπου 33 δισ. ευρώ, παρατάθηκε για τουλάχιστον 6 χρόνια και μπορεί να παραταθεί μέχρι το 2018, οπότε εξαντλούνται τα 86 δισ. που ενέκριναν οι Ευρωπαίοι το 2015.

Οι Έλληνες πολίτες θα πρέπει να είναι ευγνώμονες στους διεθνείς πιστωτές για το ότι η προσαρμογή έχει μέχρι στιγμής διαρκέσει 7 χρόνια και δεν ήταν άμεση, απότομη και ανάλγητη.

Αλλά η προσαρμογή θα συνεχιστεί. Γι’ αυτό είναι λάθος η χρήση της λέξης «κρίση». Η Ελλάδα περνάει από μια μακροχρόνια περίοδο καθοδικής πορείας του βιοτικού της επίπεδου σε επίπεδο που αντανακλά τη σημερινή θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Φυσικά, αυτή η θέση μπορεί να αναβαθμιστεί όταν η Ελλάδα υιοθετήσει και εφαρμόσει ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που θα αντικατοπτρίζει ακριβέστερα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη δημιουργία της Ευρωζώνης. Αλλά μέχρι τότε θα ήταν σώφρον οι Έλληνες πολίτες να συνειδητοποιήσουν ότι έπαυσε πλέον να υπάρχει «κρίση» και ότι η περίοδος προσαρμογής θα είναι και εκτενής και επίπονος.

Πριν από δύο εβδομάδες ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Διεύθυνσης και πρώην αρχηγός αποστολών της Ελλάδος στο ΔΝΤ κ. Τόμσεν έκανε την πρόβλεψη ότι η ανεργία θα πάρει 21 χρόνια για να επανέλθει στα επίπεδα του 2009. Η κυβέρνηση απάντησε με δήλωση που ο Τύπος περιέγραψε σαν «σκωπτική» ή «ειρωνική». Αλλά ο κ. Τόμσεν είχε δίκιο. Την ίδια πρόβλεψη είχε κάνει το 2014 ο κ. Ρομπόλης, διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Ας προσθέσω και τη δική μου πρόγνωση: με βάση τη διεθνή εμπειρία μου στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εσωτερική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας θα χρειαστούν επίσης περί τα 20 χρόνια για να εξαλειφθούν. Το συμπέρασμα είναι ότι η κρίση που ξεκίνησε το 2010 έπαψε να είναι «κρίση» και μετατράπηκε σε μακροχρόνια διόρθωση του εθνικού εισοδήματος στο επίπεδο που επιβάλλει η παραγωγική ικανότητα της χώρας.

Αν θέλαμε να βάλουμε μια συμβολική ημερομηνία για τη λήξη της «κρίσης» θα πρότεινα την περασμένη Δευτέρα, 6 Φεβρουαρίου. Τότε, για πρώτη φορά μετά 7 χρόνια, το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ συζήτησε την ελληνική οικονομία όχι από την προοπτική ενός νέου προγράμματος, αλλά σαν την καθιερωμένη ετήσια αξιολόγηση της οικονομίας όλων των κρατών-μελών του οργανισμού, αυτό που γίνεται από τις ΗΠΑ μέχρι τη Δανία και από την Ιαπωνία μέχρι τη Βολιβία.

Η τελευταία αντίστοιχη αξιολόγηση είχε γίνει το 2013 (η καθυστέρηση οφείλεται στο ότι η Ελλάδα βρισκόταν στο μέσο του δεύτερου προγράμματος, που τώρα έχει τελειώσει), αλλά η επόμενη θα γίνει στις αρχές του 2018. Ελπίζω πως μέχρι τότε όλες οι συνιστώσες της ελληνικής άρχουσας τάξης θα έχουν εξηγήσει στους Έλληνες πολίτες πιο πειστικά την τροχιά της χώρας: το παρελθόν (πού βρεθήκαμε το 2010 και γιατί), το παρόν (πού βρισκόμαστε σήμερα και πώς φθάσαμε εδώ) και το μέλλον (ποιες είναι οι αληθινές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας).

Με εκτίμηση,

Θάνος Κατσάμπας
Nonresident Senior Fellow, The Atlantic Council
Πρώην ανώτερο στέλεχος και εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ