Skip to main content

Σε πέλαγος προκλήσεων η ακτοπλοΐα

SHUTERSTOCK

Στο αυξανόμενο κόστος, τα ακριβά εισιτήρια και την πράσινη μετάβαση επικεντρώνεται μελέτη της Επ. Ανταγωνισμού

Αντιμέτωπη με ένα σύνθετο πλέγμα προκλήσεων -από τα ακριβά εισιτήρια και το αυξανόμενο λειτουργικό κόστος των πλοίων έως την προκαταρκτική φάση της πράσινης μετάβασης- βρίσκεται σήμερα η ελληνική ακτοπλοΐα, θεμέλιος λίθος της νησιωτικότητας και της εθνικής συνοχής.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση μελέτη της Επιτροπής Ανταγωνισμού που καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να καταθέσουν τις θέσεις τους έως τις 14 Νοεμβρίου, η συνολική συνεισφορά του κλάδου στην ελληνική οικονομία, το 2023, άγγιξε τα 11,8 δισ. ευρώ, δηλαδή 5,5% του ΑΕΠ, ενώ η απασχόληση που στηρίζει ο κλάδος έφτασε τις 320.000 άτομα, ποσοστό 6,9% του συνόλου της χώρας.

Τα στοιχεία αναφέρουν ότι, το εννεάμηνο του 2024, 15,46 εκατομμύρια επιβάτες διακινήθηκαν στις γραμμές εσωτερικού, εξωτερικού και πορθμειακές, ενώ ο ελληνικός ακτοπλοϊκός στόλος αριθμεί 299 πλοία -247 συμβατικά και 52 ταχύπλοα-, με μέση ηλικία 25 έτη και μέση ταχύτητα 19 κόμβους.

Η πλειονότητα των πλοίων (74%) είναι επιβατηγά-οχηματαγωγά τύπου Ro-Ro, καλύπτοντας τις ανάγκες συνδυασμένης μεταφοράς επιβατών και οχημάτων.

Τον στόλο διαχειρίζονται 216 εταιρείες, εκ των οποίων το 84% είναι μονοβάπορες.

Οι τιμές

Σύμφωνα με τη μελέτη, οι τιμές των εισιτηρίων, κυρίως στις γραμμές των Κυκλάδων, θεωρούνται υψηλότερες από άλλες διαδρομές μεγαλύτερης διάρκειας, όπως η γραμμή Κρήτης.

Οι εταιρείες αποδίδουν τις αυξήσεις στο υψηλό λειτουργικό κόστος, την άνοδο των καυσίμων και τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι νέοι ευρωπαϊκοί κανονισμοί.

Την ίδια στιγμή, τα προβλήματα συνδεσιμότητας παραμένουν έντονα, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, όταν αρκετά μικρά νησιά αντιμετωπίζουν ελλείψεις δρομολογίων ή ακόμη και απομόνωση, λόγω ακυρώσεων και ελλείψεων σε πλοία.

Όπως επισημαίνεται, η απουσία, επίσης, ενός σταθερού διανησιωτικού δικτύου αναγκάζει πολλούς κατοίκους να ταξιδεύουν μέσω Πειραιά, ακόμη και για κοντινές αποστάσεις, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος και τον χρόνο μετακίνησης.

Στο επίκεντρο τίθεται, εξάλλου, και η ανάγκη για ένα ολοκληρωμένο σύστημα νησιωτικών μεταφορών, που να συνδυάζει θαλάσσιες, αεροπορικές αλλά και εναλλακτικές μεταφορές, όπως υδροπλάνα και ελικόπτερα, με στόχο την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή των νησιών.

Καύσιμα – αμοιβές

Η μελέτη αναφορικά με την πράσινη μετάβαση του ακτοπλοϊκού στόλου σημειώνει ότι παραμένει σε πρώιμο στάδιο, καθώς δεν υπάρχουν ηλεκτροκίνητα ή LNG πλοία, ενώ η ψηφιακή διασύνδεση πλοίων και λιμένων υπολείπεται άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Το κόστος καυσίμων παραμένει ο βασικότερος παράγοντας πίεσης για τις ακτοπλοϊκές εταιρείες, με τις τιμές να διαμορφώνονται σε υψηλά επίπεδα.

Το VLSFO, καύσιμο χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο (0,5%), θεωρείται περιβαλλοντικά πιο φιλικό αλλά ακριβότερο, ενώ το HSFO (3,5% θείο) είναι φθηνότερο, χρησιμοποιείται όμως μόνο από πλοία με πλυντρίδες καυσαερίων (scrubbers).

Η διαφορά κόστους φθάνει περίπου το 25%, με το VLSFO να κυμαίνεται γύρω στα 616 δολάρια/τόνο, έναντι 491 δολαρίων για το HSFO.

Παράλληλα, οι αμοιβές των πληρωμάτων έχουν αυξηθεί κατά 24% από το 2021, ενώ το κόστος επισκευών και ανταλλακτικών έχει ενισχυθεί κατά 14%, επιβαρύνοντας σημαντικά τα λειτουργικά έξοδα, ιδιαίτερα για τον γηρασμένο στόλο της ελληνικής ακτοπλοΐας.

Οι αυξημένες ανάγκες συντήρησης και οι καθυστερήσεις στην ανανέωση πλοίων εντείνουν τις πιέσεις, ενώ μόνο οι μεγαλύτερες εταιρείες φαίνεται να επωφελούνται από οικονομίες κλίμακας, μειώνοντας το μέσο κόστος λειτουργίας τους.

Οι επιδοτήσεις των άγονων γραμμών

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού προχωρά σε περαιτέρω διερεύνηση του πλαισίου των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας, με στόχο να εντοπίσει δυσλειτουργίες και ανισορροπίες στο σύστημα επιδοτήσεων των άγονων γραμμών και να ενισχύσει τη βιωσιμότητα και τον ανταγωνισμό σε έναν κλάδο καθοριστικής σημασίας για τη νησιωτική Ελλάδα.

Η ανάγκη διασφάλισης της εδαφικής συνοχής και της σύνδεσης των νησιών, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες χαμηλής ζήτησης, καθιστά αναγκαία την ύπαρξη των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας που χρηματοδοτούνται με κρατικές επιχορηγήσεις.

Ωστόσο, όπως αναφέρεται στη μελέτη, το κόστος τους έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια: από 10 εκατ. ευρώ το 2001, μετά την απελευθέρωση της αγοράς, αναμένεται να φτάσει τα 150 εκατ. ευρώ το 2025, σημειώνοντας αύξηση 1.400%.

Σήμερα, λειτουργούν 75 δρομολογιακές γραμμές που καλύπτονται με επιδότηση, αριθμός που αναμένεται να διατηρηθεί έως το 2029.

Όπως επισημαίνεται, το εργαλείο των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας έχει εξελιχθεί σε μόνιμο μηχανισμό «διόρθωσης» της αγοράς, εξασφαλίζοντας τη συνδεσιμότητα των νησιών, αλλά και εγείροντας ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα του πλαισίου.