Αποστάσεις από ενδεχόμενη απόφαση των ΗΠΑ για μονομερή μέτρα κατά της Κίνας, στο πλαίσιο έρευνας «περί αθέμιτων πρακτικών ενίσχυσης της ναυτιλίας», κρατούν η Ε.Ε. και η ναυτιλιακή βιομηχανία, εκπροσωπούμενη από το Διεθνές Ναυτιλιακό Επιμελητήριο.
Σύμφωνα με ενημέρωση της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, η Ε.Ε. ζητάει από τις ΗΠΑ συνεργασία προκειμένου να αναπτυχθεί ο ναυτιλιακός και ναυπηγικός τομέας στη Δύση, καθώς και την αποφυγή μονομερών μέτρων που θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Από την άλλη πλευρά, το Διεθνές Ναυτιλιακό Επιμελητήριο επισημαίνει ότι τάσσεται κατά της επιβολής τελών σε πλοία κινεζικής κατασκευής.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την πρεσβεία μας στην Ουάσιγκτον, όσον αφορά την υποβολή σχολίων από την αντιπροσωπεία της Ε.Ε. στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για την ειδική έρευνα του Γραφείου Εμπορικού Αντιπροσώπου Εμπορίου ΗΠΑ (USTR) περί αθέμιτων πρακτικών ενίσχυσης της ναυτιλίας, του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα και των logistics από την Κίνα, αναφέρονται τα εξής:
«Η εδώ Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέθεσε, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για την εν θέματι έρευνα, σχόλια βάσει των σχετικών ενωσιακών θέσεων, τα οποία επισυνάπτονται. Οι εν λόγω θέσεις καλούν τις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας με την Ε.Ε. και άλλες ομονοούσες χώρες στους τομείς ναυπηγικής, ναυτιλίας και εφοδιαστικής αλυσίδας.
Στο επίκεντρο της εν λόγω συνεργασίας θα πρέπει να βρίσκονται η αποκατάσταση των συνθηκών ανταγωνισμού, η αναζωογόνηση της εγχώριας βιομηχανίας και η εξασφάλιση ανθεκτικών και διαφοροποιημένων αλυσίδων εφοδιασμού».
Ιδιαιτέρως επισημαίνεται ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να λάβουν υπόψη όλες τις πιθανές συνέπειες πριν καταλήξουν στις σχετικές με την έρευνα αποφάσεις, αποφεύγοντας μονομερή μέτρα, όπως η επιβολή λιμενικών τελών, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα τα συμφέροντα της Ε.Ε., λόγω αρνητικού αντίκτυπου για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Ούτως, κάθε εξαίρεση που θα χορηγείται σε πλοία κινεζικής κατασκευής δεν θα πρέπει να συνιστά διάκριση σε βάρος των αντίστοιχων δραστηριοτήτων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Ομοίως, η εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου στήριξης ή ενίσχυσης τυχόν αποφασιστεί στο πλαίσιο της εν θέματι έρευνας θα πρέπει να επεκταθεί στο σύνολο των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, αποφεύγοντας τυχόν διάκριση μεταξύ αμερικανικών και αλλοδαπών επιχειρήσεων».
«Παράλληλα, γίνεται έμμεση αναφορά στην αντιπαράθεση Ε.Ε.- ΗΠΑ σχετικά με τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο (Section 232 tariffs), που επέβαλαν μονομερώς οι ΗΠΑ, αντικαθιστώντας τους τα τελευταία έτη με την επιβολή -εξίσου αναποτελεσματικώνποσοστώσεων (TRQs).
Συναφώς, στα υποβληθέντα σχόλια γίνεται αναφορά στον κυρίαρχο ρόλο του χάλυβα ως βασικής εισροής στη ναυπηγική βιομηχανία, επαναλαμβάνοντας τη δέσμευση της Ε.Ε. για συνεργασία με τις ΗΠΑ και άλλους εταίρους προκειμένου να δοθεί ικανοποιητική λύση στα ζητήματα της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και της απανθρακοποίησης της παραγωγής χάλυβα.
Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η Ε.Ε. επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να επανέλθει με περαιτέρω σχολιασμό επί του ίδιου θέματος, καθώς και να αντιδράσει αναλόγως σε οποιοδήποτε μέτρο των ΗΠΑ τυχόν προκύψει στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, ιδίως αν -άμεσα ή έμμεσα- θίγονται οικονομικοί δρώντες της Ε.Ε. και επηρεάζονται θέσεις εργασίας στους τομείς ναυπηγικής, ναυτιλίας και εφοδιαστικής αλυσίδας της Ε.Ε.».
Επισημάνσεις του ICS
Από την πλευρά του, το Διεθνές Ναυτιλιακό Επιμελητήριο (ICS) -η παγκόσμια εμπορική ένωση, που εκπροσωπεί τους πλοιοκτήτες και τους φορείς εκμετάλλευσης, στην οποία ανήκουν περισσότερες από 40 εθνικές ενώσεις πλοιοκτητών, εκπροσωπώντας πάνω από το 80% του παγκόσμιου εμπορικού στόλου- τονίζει ότι στις 12 Μαρτίου 2024 πέντε εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ κατέθεσαν αίτηση, ζητώντας να ληφθούν διορθωτικά μέτρα κατά των πράξεων, πολιτικών και πρακτικών της Κίνας στον τομέα της ναυτιλίας, της εφοδιαστικής και της ναυπηγικής βιομηχανίας.
Το Επιμελητήριο σημειώνει επίσης από ανακοίνωση στις 17 Απριλίου 2024 ότι ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ θα διερευνήσει τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται σε αυτή την αναφορά.
Με την επιφύλαξη των συμπερασμάτων της έρευνας του USTR, το ICS επιθυμεί να εκφράσει σοβαρή ανησυχία για τα διορθωτικά μέτρα που προτείνονται στην αναφορά, ιδίως για το αίτημα επιβολής λιμενικού τέλους στα κινεζικής κατασκευής πλοία που προσεγγίζουν λιμάνια των ΗΠΑ.
«Ένα τέτοιο τέλος, όχι μόνο δεν θα μπορούσε να αποθαρρύνει τις πράξεις, τις πολιτικές και τις πρακτικές της Κίνας στον τομέα της ναυτιλίας, αλλά θα έβλαπτε την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής αγοράς εισαγωγών και εξαγωγών, θα αύξανε το κόστος για τους Αμερικανούς καταναλωτές και, κατά την άποψή μας, δεν θα επιτύγχανε τον διακηρυγμένο στόχο των αναφερόντων για την αναζωογόνηση της εγχώριας ναυπηγικής ικανότητας των ΗΠΑ.
Θα υποστηρίξουμε σθεναρά ότι, εάν τα διορθωτικά μέτρα θεωρηθούν αναγκαία, ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ δεν θα επιβάλει λιμενικό τέλος, όπως ζητούν οι αναφέροντες» υπογραμμίζει το ICS.
Ειδικότερα το ICS επισημαίνει ότι ενδεχόμενη επιβολή λιμενικού τέλους σε πλοία που ναυπηγούνται στην Κίνα, τα οποία όμως συχνά ανήκουν και λειτουργούν εκτός Κίνας και τα οποία προσεγγίζουν λιμάνια των ΗΠΑ, δεν μπορεί να αποθαρρύνει την κινεζική επιδότηση του κόστους ναυπήγησης.
Η επιβολή τέλους σε πλοία που έχουν ήδη κατασκευαστεί και εξυπηρετούν την αγορά των ΗΠΑ δεν θα έχει καμία επίπτωση στη χρηματοδοτική δομή των κινεζικών ναυπηγείων, ούτε η επιβολή τέλους σε πλοία που βρίσκονται υπό κατασκευή, αλλά για τα οποία οι πλοιοκτήτες έχουν ήδη δεσμευτεί να πληρώσουν.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί, τονίζει το ICS, ότι το σημερινό βιβλίο παραγγελιών των κινεζικών ναυπηγείων αντιπροσωπεύει το 50% της μελλοντικής παγκόσμιας χωρητικότητας του εμπορικού στόλου, µε το 27% των μελλοντικών πλοίων LNG, το 50% των πλοίων RoRo (μεταφορά αυτοκινήτων/οχημάτων), το 61% των δεξαμενόπλοιων αργού πετρελαίου, το 56% των containerships και το 70% των δεξαμενόπλοιων χημικών.
Ένα τέλος έναντι ενός πλοίου που έχει ήδη ναυπηγηθεί (ή έχει πληρωθεί για την κατασκευή του) θα αποτύχει στην καλύτερη περίπτωση να αποθαρρύνει τις κινεζικές πράξεις, πολιτικές ή πρακτικές που ενδιαφέρουν τους αιτούντες και, στη χειρότερη, θα εμποδίσει ενεργά την πρόσβαση των αμερικανικών αγορών σε τύπους πλοίων ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ενεργειακής και οικονομικής τους ασφάλειας.
Αμερικανοί καταναλωτές
Παράλληλα, τονίζει το ICS, η επιχειρησιακή πραγματικότητα της αντιμετώπισης νέων, απρόβλεπτων και δυνητικά αβάσιμων δαπανών για την παροχή ναυτιλιακών υπηρεσιών προς τις ΗΠΑ θα μπορούσε πιθανότατα να οδηγήσει τους μεταφορείς να διερευνήσουν εναλλακτικές εμπορικές διαδρομές, να εξετάσουν επιλογές μεταφόρτωσης και ενδεχομένως να αλλάξουν τα εμπορικά πρότυπα ως απάντηση σε μια τέτοια πρόταση.
Ωστόσο, συμπληρώνει το ICS, αν υποτεθεί ότι οι ναυτιλιακές εταιρείες συνεχίζουν να προσεγγίζουν λιμένες των ΗΠΑ, και στον βαθμό που θα ήταν ανέφικτο για τη συντριπτική πλειοψηφία να αντικαταστήσουν αμέσως τα κινεζικής κατασκευής πλοία με μη κινεζικής κατασκευής πλοία που εξυπηρετούν σήμερα ζωτικά συμφέροντα εισαγωγών και εξαγωγών των ΗΠΑ, ένα τέλος (όπως τα 1.000.000 δολ. ανά πλοίο που προτείνεται στην αναφορά) θα αύξανε δραστικά το κόστος προσέγγισης λιμένων των ΗΠΑ.
Λόγω της κυκλικής, και συχνά χαμηλού περιθωρίου κέρδους, φύσης των εσόδων των ναυτιλιακών εταιρειών, όταν προκύπτουν απρόβλεπτες ή έκτακτες δαπάνες, αυτές πρέπει συνήθως να μετακυλισθούν στον καταναλωτή.
Συνεπώς, ένα τέτοιο λιμενικό τέλος όχι μόνο θα μπορούσε να αυξήσει την τιμή, εισαγωγής αγαθών στη χώρα, αλλά (λόγω της αλληλεξάρτησης των αμερικανικών εξαγωγών με τη διεθνή ναυτιλιακή βιομηχανία) θα αύξανε το κόστος για τις αμερικανικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να εξάγουν αγαθά σε ξένες αγορές.
Η ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών προϊόντων στις ξένες αγορές μπορεί έτσι να παρεμποδιστεί. Η ακούσια συνέπεια της αύξησης του κόστους για τους Αμερικανούς καταναλωτές και εξαγωγείς με αυτόν τον τρόπο δεν θα δικαιολογούσε αναμφισβήτητα τον δηλωμένο στόχο της αναφοράς να αυξηθεί η ναυπηγική ικανότητα των ΗΠΑ.
Αντίκτυπος στη ναυτιλία
Τέλος, το ICS επισημαίνει ότι οι δυσμενείς επιπτώσεις της προτεινόμενης πολιτικής θα έχουν επίσης αντίκτυπο σε βασικούς εμπορικούς παράγοντες των ΗΠΑ.
Από το 2023, η UNCTAD αναφέρει ότι το 46% του σηµερινού παγκόσµιου εµπορικού στόλου έχει κατασκευαστεί στην Κίνα.
Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι η Κίνα αντιπροσωπεύει μόνο το 11% της πραγματικής ιδιοκτησίας του παγκόσμιου εμπορικού στόλου (η πραγματική ιδιοκτησία ορίζεται ως η οικονομία στην οποία βρίσκονται οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των πλοίων).
Αυτά τα στατιστικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι τουλάχιστον το 35% του παγκόσμιου εμπορικού στόλου που εξυπηρετεί σήμερα τις διεθνείς και αμερικανικές θαλάσσιες εμπορικές διαδρομές, ενώ κατασκευάστηκε στην Κίνα, ανήκει και λειτουργεί από εταιρείες εκτός Κίνας.