Διέξοδο από το πολιτικό τέλμα στο οποίο οδήγησε η κατάρρευση των συνομιλιών για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού «Τζαμάικα» θα αναζητήσει ο πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ.
Ο Σταϊνμάγερ, στον οποίο πλέον επαφίεται η πρωτοβουλία βάσει του Συντάγματος, θα έχει επαφές με τα κόμματα που δυνητικά θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια κυβέρνηση υπό την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, πλην της άκρας δεξιάς και της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Έπειτα από μια μακρά συνάντηση με την ίδια την Άγκελα Μέρκελ τη Δευτέρα, ο Γερμανός πρόεδρος θα υποδεχθεί σήμερα τους ηγέτες των Πράσινων, ενώ την Τετάρτη θα συναντηθεί με τον Μάρτιν Σουλτς πρόεδρο του κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), όπου ανήκει και ο ίδιος. Το SPD αρνείται κατηγορηματικά μέχρι τώρα να ενταχθεί ξανά σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» υπό τη συντηρητική καγκελάριο. Κατόπιν, ο κ. Σταϊνμάγερ θα δει τον ηγέτη των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP).
Στόχος είναι να βρεθεί μια λύση προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι Γερμανοί να κληθούν και πάλι στις κάλπες. Το ενδεχόμενο αυτό θα βύθιζε την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη εξασθενημένη από την περιπέτεια του Brexit, σε ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα.
Η ανησυχία είναι διάχυτη στη Γερμανία, όπου ήδη σημειώθηκε πολιτικός σεισμός στις βουλευτικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου με την είσοδο στη Μπούντεσταγκ μελών της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Η άνοδος της AfD, που απειλεί ότι θα «πάρει στο κυνήγι» την Μέρκελ, θα μπορούσε να ενισχυθει σε περίπτωση νέων, πρόωρων εκλογών.
Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι Γερμανοί τάσσονται υπέρ της διεξαγωγής νέων εκλογών (45%), σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Forsa, την πρώτη που διεξήχθη μετά την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού.
Μόλις το 27% διάκειται ευνοϊκά έναντι της συνέχισης της διακυβέρνησης από τον «μεγάλο συνασπισμό» των συντηρητικών και του SPD, και ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό (24%) έναντι μιας κυβέρνησης μειοψηφίας υπό την Άγκελα Μέρκελ.
Ο αρχηγός του Κράτους, επί χρόνια υπουργός Εξωτερικών της Μέρκελ (την περίοδο 2005-2009 και κατόπιν την περίοδο 2013-2017), είναι ξεκάθαρο ότι θα προτιμούσε να αποφευχθεί η διεξαγωγή νέων εκλογών. Ο Σταϊνμάγερ είναι αυτός που θα πρέπει να τις προκηρύξει, με τη διάλυση της Μπούντεσταγκ. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα έχουν ως «αποστολή» τον σχηματισμό κυβέρνησης και δεν μπορούν απλά να πετάξουν ξανά το μπαλάκι στους πολίτες με την πρώτη δυσκολία που συνάντησαν, ανέφερε ο ίδιος τη Δευτέρα.
Από τα ξημερώματα της Δευτέρας, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία και τα 82 εκατομμύρια πολίτες της βρίσκονται μπροστά σε μια πολιτική κρίση χωρίς προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας.
Οι φιλελεύθεροι του FDP έκλεισαν την πόρτα στις κοπιώδεις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν επί εβδομάδες για να σχηματιστεί μια κυβέρνηση μεταξύ των ιδίων, των δύο κομμάτων της συντηρητικής οικογένειας (CDU/CSU), καθώς και των Πρασίνων. Το μοναδικό πιθανό σενάριο θα ήταν ο «μεγάλος συνασπισμός», αλλά το SPD είχε καταστήσει σαφές ήδη από την 24η Σεπτεμβρίου ότι σκοπεύει να παραμείνει στην αντιπολίτευση.
Παρά την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης η Μέρκελ κάθε άλλο παρά έχει σκοπό να εγκαταλείψει την προσπάθειά της να σχηματίσει κυβέρνηση. Η Γερμανίδα καγκελάριος διαβεβαίωσε σε συνέντευξή της στη γερμανική τηλεόραση χθες βράδυ, ότι σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, θα είναι και πάλι υποψήφια για την καγκελαρία. Παράλληλα κατέστησε σαφές ότι δεν θέλει να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Όπως είπε, η χώρα «έχει ανάγκη μια σταθερή κυβέρνηση, που δεν θα ψάχνει πλειοψηφία για κάθε απόφασή της».
Πηγές: ΑΜΠΕ, AFP