Στον απόηχο της απόφασης της Τουρκίας να μην προχωρήσει σε έκδοση νέας Navtex -η τελευταία είχε εκδοθεί στις 31 Αυγούστου και αφορούσε στη χρονική περίοδο 2 μέχρι 12 Σεπτεμβρίου- αλλά και των δηλώσεων του Έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά και την επιστροφή του ερευνητικού πλοίου «Oruc Reis» στην Αττάλεια, ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Φίλης, μίλησε στο naftemporiki.gr σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Πώς σχολιάζετε την απόφαση της Άγκυρας να μην προβεί στην έκδοση νέας Navtex για σεισμικές έρευνες με το πλοίο «Oruc Reis» στην Ανατολική Μεσόγειο;
«Σίγουρα δεν ήταν κάτι το οποίο αναμενόταν, καθώς θεωρούσα επικρατέστερο το σενάριο να διευρυνθεί χρονικά αλλά και γεωγραφικά. Βέβαια αυτό που επίσης είχα πει, κόντρα σε αρκετούς άλλους, πριν από την ανακοίνωση της παραπάνω απόφασης της Τουρκίας, είναι ότι ο Ερντογάν παρά την επιθετική ρητορική του, παρά το ότι το αφήγημα περί Γαλάζιας Πατρίδας και όλα τα υπόλοιπα του δημιουργούν δεσμεύσεις, δεν τον εγκλωβίζουν διότι ελέγχει το 90% των μέσων ενημέρωσης στο εσωτερικό της χώρας του, οπότε οποιαδήποτε κίνηση κι αν έκανε, θα μπορούσε να την παρουσιάσει με ευπρόσωπο τρόπο για να αποφύγει την εσωτερική πίεση».
Γιατί πιστεύετε ότι ο Τούρκος πρόεδρος πήρε αυτήν την απόφαση;
«Προφανώς είναι ένας συνδυασμός παραγόντων, δηλαδή είναι και η πίεση που αισθάνεται από τη συμμαχική σχέση με στρατηγικά χαρακτηριστικά που αρχίσαμε να αποκτούμε με τη Γαλλία -η οποία δεν είναι μία τυχαία δύναμη- είναι και το γεγονός ότι μια νέα Navtex θα έφερνε το “Oruc Reis” είτε πολύ κοντά σε δυνητικά χωρικά ύδατα της Ελλάδας, δηλαδή στα 12 μίλια, είτε μεταξύ των 6 και των 12 μιλίων της τωρινής αιγιαλίτιδας ζώνης μας, κάτι το οποίο θα σήμαινε δύο πράγματα.
»Πρώτον ότι η Ελλάδα θα αντιδρούσε, και θα αντιδρούσε με τρόπο στρατιωτικό και δεύτερον ότι αν έκανε μία τέτοια ενέργεια θα έχανε και τα τελευταία ερείσματα που έχει στην ΕΕ, καθιστώντας αδύνατο το έργο των συμμάχων του εντός αυτής ή όσων κρατών δεν επιθυμούν τις κυρώσεις, να τον στηρίξουν σε αυτό. Άρα οι κυρώσεις θα γίνονταν μία πραγματικότητα ό,τι κι αν αυτές περιλάμβαναν. Φυσικά σημαντικό ρόλο έπαιξε προφανώς και η παρέμβαση των Αμερικανών, αφού και μόνο το γεγονός ότι τη μέρα λήξης της Navtex, ο υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο βρισκόταν στην Κύπρο, και δεν συνέχισε μετά την επίσκεψή του προς την Τουρκία, αυτό από μόνο του ήταν ένα πολύ ισχυρό μήνυμα των Αμερικανών προς την Τουρκία.
»Επίσης, πάρα πολύ σημαντικό ήταν και το κομμάτι της οικονομίας, καθώς η Τουρκία έχει υποστεί δύο υποβαθμίσεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Ιδίως η προχθεσινή από τον Moody’s ήταν πολύ βαριά γιατί πήγε την χώρα σε καθεστώς που βρίσκονται χώρες, όπως είναι η Ουγκάντα και η Αιθιοπία, οπότε εξέλαβε και αυτήν την παράμετρο ως ένα μήνυμα ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει και -προς το παρόν- να “τραβήξει πολύ μακριά το σχοινί”».
Πώς εκτιμάτε ότι πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα από εδώ και στο εξής;
«Τα επόμενα βήματα της Ελλάδας πρέπει να γίνουν προσεκτικά, πιστώνεται για εμένα ως επιτυχία δική μας το γεγονός ότι η Τουρκία έκανε αυτήν την αναδίπλωση. Το τελευταίο που χρειάζεται, είναι θριαμβολογίες από πλευράς των κυβερνητικών, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Απαιτούνται καλά σχεδιασμένα βήματα, τα οποία θα είναι προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης και αναμφίβολα αυτή η κατεύθυνση προφανώς περιλαμβάνει αρχικά την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών για πρώτη φορά μετά τον Μάρτιο του 2016, όπως επίσης και μέτρα οικοδόμησης της εμπιστοσύνης.
»Βέβαια, ενώ θα γίνονται αυτά, θα πρέπει να μην υπάρχουν προκλήσεις στο πεδίο εκ μέρους της Τουρκίας. Θα πρέπει, δηλαδή να μην έχουμε νέες παράνομες Navtex, ούτε κινήσεις πολεμικών πλοίων και γενικότερα ένταση στο στρατιωτικό πεδίο, ακόμη κι αν έχουμε -που αναμένεται ότι μπορεί να το έχουμε- την αδειοδότηση από πλευράς τουρκικής κυβέρνησης στην κρατική εταιρεία ερευνών πετρελαίου για τεμάχια ενεργειακά θαλάσσια, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στα χωρικά ύδατα Ρόδου, Κάσου, Καρπάθου και Κρήτης».
Διατηρώντας τους υψηλούς τόνους ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, Χουλουσί Ακάρ, δήλωσε πως «για να μειωθεί η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, αρκεί κάποιοι (οι Έλληνες) να μην κάνουν τίποτε άλλο παρά να σωπάσουν». Κατά πόσο είναι εφικτό να εξασφαλιστεί υπό αυτές τις συνθήκες, διάλογος μεταξύ των δύο χωρών;
«Η Τουρκία έχει από τη φύση της μία αντιφατική προσέγγιση στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, την οποία προσπαθεί να εμφανίσει, παραποιώντας πολλές φορές την πραγματικότητα και στηρίζοντας τα λεγόμενά της πάνω στο ότι δήθεν πρόκειται για μία χώρα, η οποία δεν διεκδικεί τίποτα περισσότερο από αυτό που της αναλογεί με βάση το διεθνές δίκαιο και εν προκειμένω το δίκαιο της θάλασσας. Η αντίφαση συνίσταται αρχικά στο γεγονός ότι χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης βίας, μία κατάσταση η οποία αντιβαίνει στον καταστατικό χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ουσιαστικά, δηλαδή λέει στην Ελλάδα ότι αν κάνεις οποιαδήποτε ενέργεια άσκησης των κυριαρχικών σου δικαιωμάτων ή οποιαδήποτε ενέργεια θεωρώ εγώ ως Τουρκία ότι υπονομεύει τα δικά μου συμφέροντα, τότε θα απαντήσω με τρόπο που θα είναι οδυνηρός για εσένα.
»Επειδή αυτή η απειλή χρήσης βίας έχει συστηματικοποιηθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, είναι κάτι το οποίο το κρατάμε για την διπλωματική και νομική μας άμυνα, σε περίπτωση που χρειαστεί, δηλαδή είναι κάτι το οποίο προστίθεται στο κατηγορητήριο σε βάρος της Τουρκίας. Από την άλλη, η ίδια χώρα η οποία κάνει απειλή χρήσης βίας, λέει ότι είναι ανοιχτή στο διάλογο και μάλιστα κατηγορεί την Ελλάδα ότι είναι αυτή που δεν τον επιθυμεί. Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η αντίφαση αναφορικά με τη στάση της Τουρκίας.
»Το θέμα είναι ότι μέσω της δημόσιας διπλωματίας της, μέσω της επανάληψης των ίδιων θέσεων από όλους ανεξαιρέτως τους Τούρκους αξιωματούχους και λόγω του ότι εμείς έχουμε ένα έλλειμμα στη δημόσια διπλωματία μας, η Τουρκία έχει καταφέρει να πείσει ορισμένους κύκλους -οι οποίοι ενδεχομένως ήταν περισσότερο ευεπίφοροι στο να δεχθούν τις τουρκικές θέσεις για τους δικούς τους λόγους- ότι δεν βρίσκεται εντελώς εν αδίκω στη υπόθεση με την Ελλάδα και όλα όσα κάνει στην Ανατολική Μεσόγειο».
Για ποιο λόγο η Τουρκία φέρνει το Καστελόριζο ξανά στο προσκήνιο;
«Ένα μεγάλο κομμάτι της τουρκικής επιχειρηματολογίας έχει εστιαστεί στο Καστελόριζο, θέλοντας να δείξει ότι αυτό είναι μία μοναδική περίπτωση. Η Τουρκία θεωρεί ότι το Καστελόριζο είναι ο αδύναμος κρίκος της νομικής επιχειρηματολογίας της Ελλάδας, γι’αυτό και όλο το τελευταίο χρονικό διάστημα εστιάζει την προσοχή της στο να αμφισβητεί ότι αυτό έχει κυριαρχικά δικαιώματα και ότι τα κυριαρχικά δικαιώματά του εκτείνονται εκεί που θεωρεί η Τουρκία ότι βρίσκεται η ελληνική θέση.
»Γι’αυτό και ξεκίνησε αυτή η τακτική από τον περασμένο Γενάρη, όταν δηλαδή το “Oruc Reis” έφτασε στο απώτατο όριο της δυνητικής ελληνικής υφαλοκρηπίδας κάνοντας απλώς μία βόλτα και γι’αυτό και είχαμε μετά τις τελευταίες τρεις Navtex. Έχει ξεκινήσει από τα νότια του Καστελορίζου και σιγά-σιγά ανεβαίνει προς τα επάνω. Η επιχειρηματολογία της Τουρκίας είναι ότι εφόσον το Καστελόριζο βρίσκεται 580 χιλιόμετρα από την ηπειρωτική Ελλάδα και μόλις 2 χιλιόμετρα από τις ακτές της Τουρκίας δεν μπορεί να έχει πλήρη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες, εν προκειμένω σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Αυτό, λοιπόν είναι το επιχείρημα της Τουρκίας για να αναδείξει και να καταδείξει ότι η Ελλάδα βρίσκεται εν αδίκω και ότι η Τουρκία έχει νόμιμα κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία δεν της αναγνωρίζονται από την Ελλάδα και τα οποία η Ελλάδα επιχειρεί να σφετεριστεί.
»Αυτό είναι κάτι το οποίο θέτει ως ισχυρό επιχείρημα και κυρίως λόγω του ότι η Ελλάδα δεν έχει παρουσιάσει κάποιον επίσημο χάρτη με τις δικές της θέσεις σε σχέση με το πώς ορίζονται οι θαλάσσιες ζώνες στην ευρύτερη περιοχή, δίνοντας έτσι στην Τουρκία τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως μία χώρα η οποία μιλάει με βάση μία σχετική λογική και να αποκτούν οι ενέργειές της μία επίφαση νομιμότητας στη λογική ότι δεν μπορεί το Καστελόριζο να έχει 100% επήρεια σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
»Η Τουρκία έχει καταφέρει η ενέργεια που έχει κάνει ήδη με την έκδοση της πρώτης Navtex την 10η Αυγούστου -η οποία είναι καθαρά παράνομη με βάση το δίκαιο της θάλασσας- να χαρακτηρίζεται από τις περισσότερες χώρες της Δύσης αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στην καλύτερη των περιπτώσεων ως “προκλητική ενέργεια”. Δεν έχει χαρακτηριστεί από κανέναν ως επιθετική ενέργεια, ούτε ως ενέργεια η οποία αντίκειται στο δίκαιο της θάλασσας. Μάλιστα από τον Ζοζέπ Μπορέλ χαρακτηρίστηκαν όλες οι παραπάνω ενέργειες “ναυτικές κινητοποιήσεις”, κάτι που είναι ανήκουστο».
Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Γιατί η περιοχή αυτή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι αμφισβητούμενη, πρόκειται για μη οριοθετημένη περιοχή άρα έχουμε δυνητικά κυριαρχικά δικαιώματα, είτε για την Ελλάδα, είτε για την Τουρκία. Όμως, σε μία περιοχή που είναι μη καθορισμένα τα θαλάσσια σύνορα, είτε με διακρατική συμφωνία που δεν έχουμε σε αυτήν την περίπτωση, είτε με απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου που επίσης δεν έχουμε, μία μη οριοθετημένη περιοχή απαγορεύεται να την δεσμεύεις για να κάνεις σεισμικές έρευνες. Αυτή είναι η διασταλτική ερμηνεία του Δικαίου της Θάλασσας του 1982. Παρ’όλα αυτά επαναλαμβάνω, ότι δεν ακούμε η στάση της Τουρκίας να χαρακτηρίζεται ως επιθετική και παράνομη ενέργεια αλλά στην καλύτερη περίπτωση, προκλητική».
Ποιος είναι ο ενδεδειγμένος χειρισμός της έκρυθμης αυτής κατάστασης από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης; Χρειάζεται όντως ενίσχυση των εξοπλιστικών προγραμμάτων ή η απάντηση βρίσκεται κάπου αλλού;
«Η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία είναι φιλειρηνική και φιλήσυχη και αυτοπροσδιορίζεται και αυτοδιαφημίζεται ως πυλώνας σταθερότητας. Είναι μία χώρα η οποία σέβεται το διεθνές δίκαιο και δεν πρέπει επ’ ουδενί να παρασυρθεί σε παρανομίες και σε πράξεις, οι οποίες θα κινούνται στο όριο του διεθνούς δικαίου, κάτι το οποίο θα είναι “βούτυρο στο ψωμί” της Τουρκίας. Η Τουρκία είναι η χώρα, η οποία παραβιάζει διεθνείς συνθήκες, αγνοεί και περιφρονεί το δίκαιο της θάλασσας και φέρεται με τρόπο παράνομο. Επειδή μία παράνομη πράξη, όποια κι αν είναι αυτή, δεν παράγει έννομο αποτέλεσμα, εμείς ασφαλώς δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα να παρανομήσουμε από την πλευρά μας. Αυτό, όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο τα κυριαρχικά μας δικαιώματα ή την κυριαρχία μας.
»Για εμένα είναι τρεις οι διαστάσεις. Μία είναι η αμυντική διάσταση, η διάσταση της στρατιωτικής ισχύος. Ναι, πράγματι η Ελλάδα θέλει να εκσυγχρονίσει το στόλο της, χρειάζεται περισσότερους επαγγελματίες οπλίτες και πιο εξελιγμένα συστήματα κυρίως στη θάλασσα. Η στρατιωτική ισχύς είναι πάρα πολύ σημαντική ως εργαλείο διαπραγμάτευσης, ως αποτροπή, δεν σου δίνει όμως λύση στα προβλήματά σου. Τη λύση στα προβλήματά σου στη δίνει ο διάλογος.
»Ο διάλογος, όμως είναι μία δύσκολη διαδικασία, όταν έχεις μία χώρα που είναι αναθεωρητική και συμπεριφέρεται ως ο “μπούλης” της περιοχής, όμως εμείς πρέπει παρ’όλα αυτά να επιμείνουμε στο διάλογο. Σε έναν διάλογο, ο οποίος θα είναι οριοθετημένος, δεν μπορεί δηλαδή να είναι ένας διάλογος άνευ όρων, ούτε ένας διάλογος ο οποίος θα περιλαμβάνει όλες τις παράλογες απαιτήσεις της Τουρκίας. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφύγουμε πάση θυσία.
»Τρίτο, είναι οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας διότι είναι πολύ σημαντικό η Ελλάδα να συνδέσει τον ελληνοτουρκικό διάλογο -όποτε αυτός εκκινήσει- με τον ευρωτουρκικό διάλογο και να προσπαθήσει να δεσμεύσει μέσα από αυτήν τη διαδικασία και την Τουρκία αλλά και τους Ευρωπαίους εταίρους της διότι αυτήν τη στιγμή δεν δεσμεύεται κανείς από τίποτα. Η Τουρκία δεν πρόκειται να γίνει κράτος-μέλος της ΕΕ, δεν το επιθυμεί ούτε η ίδια αλλά δε την θέλουν κιόλας, ωστόσο θα αναπτύξει με την ΕΕ μια ειδική σχέση. Πάνω σε αυτήν την ειδική σχέση είναι που η Ελλάδα πρέπει να έχει τη δική της ατζέντα και να προσδιορίσει εγκαίρως ποια είναι τα δικά της συμφέροντα και πώς εξυπηρετούνται καλύτερα μέσα από έναν ευρωτουρκικό διάλογο, ο οποίος θα έχει «μαστίγιο» -δηλαδή συνέπειες για την τουρκική επιθετικότητα σε περίπτωση που αυτή συνεχιστεί- αλλά συγχρόνως θα έχει και κίνητρο ώστε η Τουρκία να εξορθολογίσει τη στάση της».
Πώς αναμένεται να λειτουργήσει σε βάθος χρόνου η «Pax Mediterranea» (Ειρήνη στη Μεσόγειο) που ήταν το σύνθημα που διατύπωσε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, αφότου ολοκληρώθηκε η Ευρωμεσογειακή Σύνοδος MED7;
«Η Γαλλία έχει συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα καλύτερα από τη Γερμανία, κυρίως γιατί έχει στρατηγική κουλτούρα ως πρώην αποικιοκρατική δύναμη αλλά και γιατί ξέρει καλά την περιοχή. Αυτό, λοιπόν το οποίο ουσιαστικά η Γαλλία λέει, είναι ότι αν συνεχίσει να επικρατεί η τωρινή κατάσταση, το κενό εξουσίας το οποίο έχει αφήσει η αποχώρηση των Αμερικανών θα καλυφθεί από κάποιες άλλες δυνάμεις, οι οποίες είναι πιο διεκδικητικές στις αξιώσεις τους, όπως είναι για παράδειγμα η Τουρκία και η Ρωσία.
»Προκειμένου, λοιπόν να αποφευχθεί αυτό -γιατί πολύ σωστά αυτό θεωρεί η Γαλλία ότι θα έχει αρνητικό αντίκτυπο, τόσο στα ευρωπαϊκά συμφέροντα, όσο και στα συμφέροντα της Δύσης γενικότερα- θα πρέπει να ανακτήσει, είτε η ΕΕ, είτε ένα μπλοκ κρατών μέσα σε αυτήν, μία ολοκληρωμένη στρατηγική για να μπορέσει να καλύψει αυτή το κενό που αφήνει η νέα κατάσταση που έχει δημιουργηθεί λόγω της απροθυμίας των Αμερικανών να ασχοληθούν με τα καθημερινά τεκταινόμενα της περιοχής, πράγμα το οποίο ενδεχομένως η Γερμανία φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ή τουλάχιστον να μην συμμερίζεται απολύτως».
Θα λέγατε ότι με τις τελευταίες εξελίξεις και ενόψει της Συνόδου Κορυφής στις 24-25 Σεπτεμβρίου, είναι πλέον θέμα χρόνου η επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία;
«Αν υποθέσουμε ότι μέχρι τότε δεν θα έχουμε δει το παραμικρό “φως στο τούνελ”, το οποίο οπωσδήποτε η Γερμανία θέλει να αποφύγει και ως ένα βαθμό θέλει να αποφύγει και η ίδια η Τουρκία, το να φτάσουμε δηλαδή σε μια κατάσταση του πλήρους αδιεξόδου, τότε ναι, οι κυρώσεις θα είναι στο τραπέζι.
»Το θέμα βέβαια είναι το αν θα είναι άμεσα εφαρμόσιμες ή αν θα μπούμε σε μια διαδικασία να το δούμε μετά από 1-3 μήνες, αν αυτές οι κυρώσεις θα πονέσουν πραγματικά την Τουρκία και εδώ υπάρχει ένα ζήτημα με δύο διαστάσεις. Πρώτον, αν οι κυρώσεις αυτές πονέσουν την τουρκική οικονομία, τότε θα πονέσουν και κάποιες από τις χώρες της ΕΕ που έχουν μεγάλο βαθμό έκθεσης στην τουρκική οικονομία (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία) και δεύτερον ότι κάποιοι στην ΕΕ έχουν πάντα την ανησυχία ότι απέναντι σε καθεστώτα τύπου Ερντογάν -δηλαδή αυταρχικά- οι κυρώσεις πολλές φορές λειτουργούν αντίστροφα, συσπειρωτικά και καταφέρνουν να παίρνουν μαζί τους και τον κόσμο, ο οποίος υπό άλλες συνθήκες δεν στηρίζει το καθεστώς Ερντογάν.
»Αυτό συμβαίνει διότι δημιουργούνται συνθήκες αντιμετώπισης ενός εξωτερικού εχθρού και αυτό είναι κάτι στο οποίο ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος επενδύει πάρα πολύ -ο οποίος τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την ένταση- οπότε πιθανώς αν έχουμε κυρώσεις οι οποίες θα είναι σκληρές, να χρεώσει στις κυρώσεις τις αποτυχίες της δικής του οικονομικής πολιτικής.
»Άρα είναι δύσκολη η λήψη σκληρών κυρώσεων εκτός εάν πλέον η Τουρκία ξεφύγει από κάθε έλεγχο και έχει φτάσει στα πρόθυρα μίας στρατιωτικής σύρραξης με την Ελλάδα. Σε διαφορετική περίπτωση πιστεύω ότι ο στόχος των Γερμανών αλλά οπωσδήποτε και άλλων εταίρων τους και σε κάποιο βαθμό πιθανολογώ και της Τουρκίας είναι να μην φτάσουμε σε κυρώσεις στις 24-25 Σεπτεμβρίου. Εκτός βέβαια εάν η τουρκική ηγεσία έχει αποφασίσει να δοκιμάσει τόσο πολύ τα αντανακλαστικά των Ευρωπαίων ή έχει τόση αυτοπεποίθηση ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα πάρουν σκληρές κυρώσεις, που αποφασίσει τελικά να “τραβήξει το σχοινί” οριακά».
Ο κλοιός στενεύει γύρω του από την πλευρά της ΕΕ κι όμως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν οραματίζεται παρ’όλα αυτά την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε τι στηρίζει ακόμη τις ελπίδες του;
«Σε ένα βαθμό στη ματαιοδοξία του, το γεγονός δηλαδή ότι η φιλοδοξία του έχει γίνει ματαιοδοξία και πιστεύει ότι το όνομά του θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στη σύγχρονη τουρκική ιστορία, ότι θα είναι αυτός ο οποίος θα αντικαταστήσει τον Κεμάλ ως ο νέος Ατατούρκ (ως ο νέος πατέρας των Τούρκων).
»Επίσης, η αυτοπεποίθηση την οποία έχει, που πηγάζει από το γεγονός ότι βλέπει πως η Δύση αδυνατεί να υιοθετήσει μία πολιτική καθαρή και αποφασιστική απέναντί του και κυρίως ενιαία, κάτι το οποίο του δίνει χώρο και χρόνο για να κάνει τις ενέργειές του. Έχει απέναντί του μία αμήχανη ΕΕ και οι ΗΠΑ βρίσκονται σε σύγχυση και εσωστρέφεια λόγω των επικείμενων προεδρικών εκλογών. Ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι ο Ερντογάν αυτήν τη στιγμή δείχνει ότι ο συνομιλητής του δεν είναι οι ξένοι ηγέτες αλλά η ιστορία. Αυτό είναι ένας πολύ επικίνδυνος δρόμος εφόσον τον έχει επιλέξει, γιατί από την άλλη πλευρά πιστεύουμε πάντα ότι μπορεί ο πολιτικός Ερντογάν -αυτός ο οποίος έχει μάθει να κερδίζει εκλογικές αναμετρήσεις, να συμβιβάζεται, να αναδιπλώνεται- στο τέλος της μέρας να επικρατήσει.
»Για την ώρα, ωστόσο, φαίνεται ότι έχουμε έναν Ερντογάν ο οποίος επενδύει -όχι μόνο για εσωτερικούς λόγους- σε αυτό το αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας και της αναβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θέλει η Τουρκία να ασκεί επιρροή στις εξελίξεις, σε μία γεωγραφική ακτίνα πολύ μεγαλύτερη από αυτή που της αναλογεί. Θέλει να έχει λόγο και ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό δείχνει ότι η Τουρκία είναι αναθεωρητική, όχι μόνο περιφερειακά αλλά και ως προς την παγκόσμια διεθνή τάξη. Θεωρεί δηλαδή ότι η Δύση είναι σε μία υποχώρηση, ότι η Ανατολή ανέρχεται και ότι είναι τώρα η ευκαιρία της Τουρκίας να κάνει την κίνησή της για να εξασφαλίσει ότι θα μπορέσει να αναπνεύσει γεωπολιτικά με το να έχει διευρυμένα ερείσματα σε μία περιοχή η οποία περιλαμβάνει την αφρικανική ήπειρο, τα Βαλκάνια, την Ασία και τον Καύκασο. Αν ακούσει κανείς τον Ερντογάν και τη ρητορική του, φαίνεται ότι είναι αποφασισμένος με κάποιον τρόπο να υλοποιήσει αυτό το αφήγημα».