Ήταν μία κομβική στιγμή για την Άνγκελα Μέρκελ: το καλοκαίρι του 2015 φτάνουν στη Γερμανία, μέσα σε λίγες εβδομάδες, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, αναζητώντας άσυλο και μία καλύτερη ζωή. Οι περισσότεροι προέρχονται από τη Συρία, άλλοι από τη Βόρεια Αφρική, το Ιράκ, το Αφγανιστάν.
Έχουν ακολουθήσει το αποκαλούμενο «βαλκανικό δρομολόγιο» διασχίζοντας την Ελλάδα και στη συνέχεια την πρώην Γιουγκοσλαβία. Θεωρητικά και σύμφωνα με τον Κανονισμό του Δουβλίνου άλλες χώρες θα ήταν αρμόδιες για να εξετάσουν την αίτηση ασύλου γι αυτούς τους ανθρώπους, αλλά η Άνγκελα Μέρκελ τους αφήνει να έρθουν στη Γερμανία. Τελικά, ο συνολικός αριθμός των νεοαφιχθέντων θα ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο, μόνο το 2015.
Αναλυτές αρχίζουν να μιλούν για «προσφυγική κρίση». Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ δηλώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι εκείνη την εποχή «υπήρχαν στιγμές που φαινόταν να χάνεται ο έλεγχος». Ο διάδοχός του στο υπουργείο, ο Βαυαρός Χορστ Ζέεχοφερ, έκανε λόγο για κατάρρευση του κράτους δικαίου. Αλλά η Άνγκελα Μέρκελ επέμεινε στη δική της γραμμή και απάντησε με μία φράση που θα μείνει ιστορική: «Η Γερμανία είναι μία ισχυρή χώρα. Το κίνητρό μας για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, πρέπει να είναι το εξής: Έχουμε ήδη καταφέρει τόσα πολλά. Θα τα καταφέρουμε. Και όπου υπάρχουν εμπόδια, θα τα ξεπεράσουμε…».
Ετερόκλητες οι πολιτικές αντιδράσεις
Ακόμη και σήμερα η φράση εκείνη προκαλεί αντιδράσεις. Το ξενοφοβικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) επιμένει ότι η Άνγκελα Μέρκελ έπρεπε να κλείσει τις πύλες εισόδου και τα σύνορα της Γερμανίας, γιατί σε αυτή την περίπτωση θα ενθαρρύνονταν πολύ λιγότεροι άνθρωποι να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Πρασίνων, της Αριστεράς, αλλά και των Φιλελευθέρων (FDP) δεν επικρίνουν τόσο τις επιλογές της Μέρκελ καθεαυτές, όσο την έλλειψη συνεργασίας με τους Ευρωπαίους εταίρους. Εκτός συνόρων πάντως, οι αντιδράσεις ήταν ιδιαίτερα εγκωμιαστικές.
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2015 η αμερικανική εφημερίδα New York Times έγραφε ότι η Γερμανία «τείνει χείρα βοηθείας» προς τους πρόσφυγες. Την ίδια εποχή το τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα σημείωνε ότι «η Γερμανία ανοίγει τις πύλες και τα σύνορά της για να βοηθήσει τους κατατρεγμένους».
Οι απαισιόδοξοι έλεγαν εξ αρχής ότι κάποια στιγμή η Γερμανία θα έφτανε στα όριά της. Άλλοι διερωτήθηκαν τί ακριβώς είναι αυτό που πρέπει “να καταφέρουμε” σύμφωνα με τα λεγόμενα της Άνγκελα Μέρκελ. Σήμερα η γερμανική κοινή γνώμη παραμένει βαθιά διχασμένη στο μεταναστευτικό ζήτημα. Σύμφωνα με σχετικές δημοσκοπήσεις το 60% εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Γερμανία μπορεί να αντιμετωπίσει την πρόκληση, αλλά το 40% εκφράζει διαφορετική άποψη. Η θετική στάση απέναντι στους πρόσφυγες, την οποία πρέσβευε η καγκελάριος, άρχισε να υποχωρεί σταδιακά και ανατράπηκε οριστικά το αργότερο την Πρωτοχρονιά του 2016, όταν έγινε γνωστό ότι μετανάστες παρενοχλούσαν γυναίκες έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολωνίας.
Η ξενοφοβική AfD επιχείρησε και τελικά κατάφερε να αντλήσει πολιτικό κεφάλαιο από τις αντιδράσεις στην πολιτική της Μέρκελ, καθώς αύξησε τα ποσοστά της σε πολλές τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις και αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2017. Από την πλευρά της η Άνγκελα Μέρκελ πάντα υπερασπιζόταν τις επιλογές που έκανε το καλοκαίρι του 2015. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του 2016, μιλώντας σε συνέδριο των κυβερνώντων Χριστιανοδημοκρατών (CDU), δήλωσε ότι «δεν πρόκειται και δεν επιτρέπεται να επαναληφθεί μία κατάσταση όπως αυτή που είδαμε το καλοκαίρι του 2015. Αυτός ήταν και είναι ο στόχος μου».
Νηφάλιος απολογισμός, πέντε χρόνια μετά
Ποια είναι η σημερινή κατάσταση των μεταναστών και προσφύγων στη Γερμανία; Τα ποσοστά απασχόλησης είναι χαμηλότερα από τον μέσο όρο του πληθυσμού. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, λιγότεροι από το 50% των νεοαφιχθέντων έχουν βρει δουλειά. Επιπλέον, η όποια θετική εξέλιξη στην αγορά εργασίας τίθεται σε κίνδυνο από την πανδημία του κορωνοϊού, καθώς πολλές επιχειρήσεις αναγκάζονται να απολύσουν εργαζόμενους, μεταξύ αυτών και πολλούς μετανάστες.
Όσον αφορά την εγκληματικότητα, σχετικές μελέτες της Γερμανικής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας (BKA) δείχνουν υψηλά ποσοστά μεταναστών μεταξύ των δραστών σε ανθρωποκτονίες, βαριές σωματικές βλάβες και βιασμούς. Αυτό βέβαια συμβαίνει, επισημαίνουν οι ειδικοί, επειδή τα συγκεκριμένα αδικήματα κατά τεκμήριο συντελούνται κυρίως από νεαρούς άνδρες και σε αυτή την κατηγορία πληθυσμού το ποσοστό των μεταναστών είναι ιδιαίτερα αυξημένο.
Τελικά «τα καταφέραμε», όπως έλεγε η Άνγκελα Μέρκελ το καλοκαίρι του 2015; Ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ κάνει τον δικό του, νηφάλιο απολογισμό: «Καταφέραμε πολλά. Μειώσαμε τον χρόνο για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου. Δεν είχαμε άστεγους μετανάστες. Η δημόσια διοίκηση και το σύστημα υγείας λειτούργησαν όπως έπρεπε. Από την άλλη πλευρά, έχουμε πολλούς που έχουν υποπέσει σε ποινικά αδικήματα, αλλά δεν μπορούμε να τους απελάσουμε. Έχουμε πολλούς που δεν συμμετέχουν στα προβλεπόμενα μαθήματα για την ενσωμάτωσή τους. Έχουμε υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας. Είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Αυτό σημαίνει ότι απομένουν πολλά να γίνουν…».