Οι Γερμανοί είναι ολοένα και πιο δυσαρεστημένοι με το έργο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών υπό τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς.
Το 66% των πολιτών βλέπει αρνητικά το έργο της κυβέρνησης, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Insa, που δημοσιεύεται σήμερα στη «Bild am Sonntag».
Το ποσοστό των δυσαρεστημένων είναι μάλιστα αυξημένο κατά 3% σε σύγκριση με την τελευταία έρευνα στις 10 Οκτωβρίου. Μόνο το 25% των ερωτηθέντων είναι ικανοποιημένοι.
Το σημαντικότερο: Σχεδόν οι μισοί Γερμανοί (49%) αναμένουν ότι η κυβέρνηση δεν θα κρατήσει μέχρι το 2029, που λήγει η θητεία της. Και στις μπυραρίες δίνουν και παίρνουν τα στοιχήματα για το πότε θα πέσει η κυβέρνηση.
Σε πολιτικό επίπεδο, η Ακροδεξιά AfD παραμένει το ισχυρότερο κόμμα με ποσοστό 26%, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση.
Η Ένωση CDU/CSU έχασε μία μονάδα, υποχωρώντας στο 24%. Το SPD κέρδισε μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα (15%). Τα άλλα κόμματα διατήρησαν τα ποσοστά τους.
«Αναμφίβολα, οι δημοσκοπήσεις για τις εκλογές γενικά υπόκεινται σε αβεβαιότητα», λένε στη Ναυτεμπορική γερμανοί δημοσιογράφοι. «Αντικατοπτρίζουν μόνο την επικρατούσα άποψη κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας και δεν αποτελούν προβλέψεις για τα πιθανά εκλογικά αποτελέσματα. Αλλά το συμπέρασμα είναι ότι η δυσαρέσκεια του πληθυσμού διογκώνεται», προσθέτουν.
Επιδείνωση της οικονομίας
Οι πολίτες βλέπουν άλλωστε ότι η πάλαι ποτέ πανίσχυρη γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Και αυτό εμφανίζεται και στις τσέπες τους.
Το μέσο βιοτικό επίπεδο παραμένει στάσιμο εδώ και αρκετό καιρό. Αυτό οδηγεί σε διχασμό στην κοινωνία, καθώς πολλοί πολίτες ήδη βιώνουν μια μείωση του βιοτικού επιπέδου.
Ο πρόεδρος του ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, Κλέμενς Φούεστ, το λέει χωρίς περιστροφές: «Η Γερμανία βρίσκεται σε οικονομική παρακμή εδώ και χρόνια. Η κατάσταση έχει γίνει δραματική».
Μιλώντας στη «Bild am Sonntag», ο Φούεστ επικαλείται μια νέα μελέτη του ινστιτούτου του: Οι εταιρικές επενδύσεις έχουν μειωθεί στο επίπεδο του 2015.
«Λιγότερες ιδιωτικές επενδύσεις σημαίνει λιγότερη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα, λιγότερα φορολογικά έσοδα και, επομένως, λιγότερα χρήματα για κυβερνητικές υπηρεσίες».
Θα γίνει … Ιταλία
Ο Φούεστ προειδοποίησε μάλιστα ότι η ευημερία της χώρας βρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο και οι «ιταλικές συνθήκες» απειλούν να επιστρέψουν στη Γερμανία.
Ο συντηρητικός οικονομολόγος κάλεσε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παρουσιάσει έως την άνοιξη του 2026 ένα «ολοκληρωμένο σχέδιο μεταρρυθμίσεων, που να υπερβαίνει κατά πολύ τη συμφωνία συνασπισμού». Αυτό πρέπει επίσης να περιλαμβάνει κοινωνικές …περικοπές. Για παράδειγμα, η σύνταξη της μητέρας πρέπει να διακοπεί. «Αντίθετα, η κυβέρνηση θα πρέπει να διασφαλίζει με συνέπεια ότι οι εισφορές δεν θα αυξηθούν περαιτέρω».
Οι εταιρείες, υποστήριξε ο Φούεστ, πρέπει να απαλλαγούν από τη γραφειοκρατία, για παράδειγμα, καταργώντας τις απαιτήσεις τεκμηρίωσης για τις εκπομπές CO₂, τις αλυσίδες εφοδιασμού και τους κατώτατους μισθούς. Αυτά προκαλούν μόνο κόστος, αλλά δεν αποφέρουν τίποτα, υποστήριξε. Αυτό θα μπορούσε να αποφέρει πρόσθετα έσοδα στο κράτος ως και 146 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο.
Κατάρρευση του μοντέλου
Η διαρθρωτική κρίση που μαστίζει όμως τη γερμανική οικονομία αντιπροσωπεύει μια δραματική αντιστροφή ρόλων στη δομή της Ευρωζώνης. Προσφέρει πικρή τροφή για σκέψη σε χώρες στις οποίες είχαν προηγουμένως επιβληθεί από την ΕΕ και το Βερολίνο, μια άκαμπτη δημοσιονομική ορθοδοξία, ιδίως στην Ελλάδα.
Η βιομηχανική μηχανή της Γερμανίας, που για πολύ καιρό γιορταζόταν ως ασταμάτητη, βρίσκεται σε μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας, που ξεπερνά μια απλή οικονομική ύφεση.
Το ΑΕΠ είχε μειωθεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά 2023-2024 και φέτος η ελπίδα είναι για μια αναιμική αύξηση, στην καλύτερη περίπτωση-ένα σημάδι συστημικής παθολογίας.
Οι αιτίες είναι πολλαπλές και βαθιές: το οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στην τεράστια εξάρτηση από τις εξαγωγές και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που προέρχονταν από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο έχει καταρρεύσει.
Το ενεργειακό σοκ που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει διαβρώσει δραστικά την ανταγωνιστικότητα βασικών τομέων όπως τα χημικά και η μεταποίηση. Σε αυτό προστίθεται η απότομη επιβράδυνση της κινεζικής ζήτησης για γερμανικά προϊόντα, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες της δαπανηρής πράσινης και ψηφιακής μετάβασης και τις χρόνιες εσωτερικές διαρθρωτικές ελλείψεις, όπως η ασφυκτική γραφειοκρατία και η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Δογματική στάση
Αυτό το τοπίο έρχεται σε έντονη αντίθεση με την κυνική και δογματική στάση που επέδειξε η Γερμανία, με επικεφαλής προσωπικότητες όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους που έπληξε την Ευρώπη μεταξύ 2010 και 2015. Εκείνη την εποχή, ο κυρίαρχος λόγος στο Βερολίνο βασιζόταν στην ηθική του προϋπολογισμού: η κρίση στις περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, παρουσιάστηκε ως δήθεν «δίκαιη συνέπεια» της σπατάλης και της χρόνιας έλλειψης δημοσιονομικής πειθαρχίας. Με μοναδικό στόχο όμως να σωθούν οι τράπεζες του ευρωπαϊκού πυρήνα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Γερμανίας.
Στην Ελλάδα επιβλήθηκε μια σκληρή λιτότητα, τόσο βάναυση, που προκάλεσε μια οικονομική και κοινωνική κατάρρευση άνευ προηγουμένου σε καιρό ειρήνης.
Σε αυτή τη διαδικασία, η Γερμανία, έμμεσα επωφελήθηκε από την κρίση: η φυγή κεφαλαίων προς ασφαλέστερα περιουσιακά στοιχεία οδήγησε σε κατάρρευση των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων, δημιουργώντας για το Βερολινο εξοικονόμηση τόκων, που εκτιμάται σε πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ 2010 και 2015, ένα καθαρό κέρδος στον βωμό της λιτότητας των άλλων Ευρωπαίων.
Και τώρα είναι η ίδια η Γερμανία που βρίσκεται σε τεχνική ύφεση, αναγκάζεται να σπάσει το ιερό της τοτέμ, τον Schwarze Null (ισορροπημένο προϋπολογισμό) και να ζητήσει μεγαλύτερη ευελιξία στις δημόσιες δαπάνες για τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού των υποδομών, της άμυνας και των επιδοτήσεων στην προβληματική βιομηχανία της.
Η γερμανική υποκρισία
«Αυτή η μετατόπιση υπογραμμίζει την υποκρισία των διπλών μέτρων που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν από το Βερολίνο: μέγιστη ακαμψία και κυνισμός όταν η κρίση επηρέαζε άλλους, ρεαλισμός και ευελιξία όταν επηρέαζε τη δική της οικονομία», λένε στη Ναυτεμπορική παράγοντες της αγοράς και προσθέτουν:
«Η πραγματική πρόκληση για την Ευρωζώνη δεν είναι να τιμωρήσει τη Γερμανία για την τρέχουσα αδυναμία της, αλλά να την αναγκάσει να αναγνωρίσει ότι μια πραγματική Οικονομική και Νομισματική Ένωση απαιτεί αλληλεγγύη και την ικανότητα να μοιράζεται κινδύνους και να επενδύει αντικυκλικά σε ολόκληρη την περιοχή, ξεπερνώντας την τοξική αφήγηση που έχει χωρίσει τα μέλη της σε ενάρετους και αμαρτωλούς για πάνω από μια δεκαετία».












