Στην πιο περίπλοκη φάση της εισέρχεται η διελκυνστίδα Ουάσινγκτον – Μόσχας μετά τις αμερικανικές κυρώσεις σε δύο πετρελαϊκούς κολοσσούς που ίσως, γράφει το CNN, αναγκάσουν τον ισχυρό άνδρα του Κρεμλίνου, Βλαντιμίρ Πούτιν, να ξαναζυγίσει τελικά τον Αμερικανό ομόλογό του αν όχι να αναθεωρήσει εν γένει τη στάση του για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το Κρεμλίνο φαινόταν εδω και καιρό πεπεισμένο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είχε τελικά το θάρρος να ασκήσει πραγματική πίεση στη Μόσχα για να τερματίσει τη βάναυση σύγκρουση στην Ουκρανία. Χρειάστηκε, άλλωστε, ένα τηλεφώνημα (στον κατάλληλο χρόνο) του Πούτιν στον Λευκό Οίκο την περασμένη εβδομάδα ώστε ο Τραμπ να ξεχάσει έστω προσωρινά τις απειλές για χορήγηση Τόμαχοκ στο Κίεβο, πυραύλων που θα μπορούσαν να είχαν κάνει πραγματική διαφορά στο πεδίο της μάχης.
Αλλά οι νέες κυρώσεις του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ στις δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες της Ρωσίας ίσως αλλάζουν το σκηνικό.
Ήδη ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και σύμμαχος του Πούτιν που είναι τώρα αναπληρωτής πρόεδρος του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, έχει επικρίνει τον Τραμπ ως «τον φλύαρο ειρηνοποιό που έχει πλέον εξαπολύσει κανονική πολεμική εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας».
«Αυτή είναι η δική του σύγκρουση τώρα, όχι του γερασμένου Μπάιντεν», πρόσθεσε ο Μεντβέντεφ σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναφερόμενος προκλητικά στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ.

Δεν είναι ότι οι ίδιες οι κυρώσεις είναι ιδιαίτερα αυστηρές. Είναι αλήθεια ότι το πετρέλαιο είναι απαραίτητο για τη ρωσική οικονομία, καθώς χρηματοδοτεί τον δαπανηρό πόλεμο του Κρεμλίνου στην Ουκρανία.
Είναι επίσης αλήθεια ότι η Rosneft και η Lukoil, στις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις μαζί με δεκάδες θυγατρικές τους, είναι οι σημαντικότεροι παραγωγοί πετρελαίου της Ρωσίας.
Αλλά η Ρωσία, φορτωμένη με κυρώσεις όσο ίσως καμία άλλη χώρα στον κόσμο, έχει αποδειχθεί επιδέξια στο να παράμπτει τέτοια τιμωρητικά μέτρα στο παρελθόν.
Και, σύμφωνα με ανώτερους Ρώσους αξιωματούχους, θα επιδιώξει να το κάνει ξανά.
«Η απόφαση δεν θα μας δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα. Η χώρα μας έχει αναπτύξει ισχυρή ανοσία στους δυτικούς περιορισμούς και θα συνεχίσει να αναπτύσσει με σιγουριά το οικονομικό και ενεργειακό της δυναμικό», δήλωσε η Μαρία Ζαχάροβα, εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, ενώ ανάλογα βέβαιος εμφανίστηκε αργότερα ο Βλαντιμίρ Πούτιν σε δηλώσεις του από τις οποίες δεν έλειψαν οι προειδοποιήσεις.

Ο κύκλος κλείνει
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα για το Κρεμλίνο είναι ότι η αγαπημένη και δοκιμασμένη στρατηγική χειραγώγησης του Λευκού Οίκου του Τραμπ (προσφέροντας προοπτικές ειρηνευτικής συμφωνίας, επιτρέποντας επικερδείς οικονομικές συμφωνίες, αλλα την ίδια στιγμή, συνεχίζοντας την αέναη στρατιωτική του επίθεση, φαίνεται να έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της», σημειώνει στην ανάλυσή του το CNN.
Αποφάσισε να δράσει
Τελικά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο οποίος εδώ και μήνες υποψιαζόταν ότι το Κρεμλίνο μπορεί απλώς να «τον χειραγωγεί» στην Ουκρανία, αποφάσισε να δράσει.
Εκτός από την επιβολή των πρώτων -μετά την εισβολή στην Ουκρανία- κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ο Τραμπ «ακύρωσε» επίσης μια προτεινόμενη σύνοδο κορυφής με τον Πούτιν στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, παρότι σήμερα ο Λευκός Οίκος κράτησε ανοιχτό σημερα το παράθυρο.
Λίγες ώρες πριν, Ρώσοι αξιωματούχοι – απολαμβάνοντας την ευκαιρία μιας ακόμη πρόσωπο με πρόσωπο προεδρικής συνάντησης – επέμειναν ότι δεν υπήρχαν «εμπόδια» και ότι γίνονταν ενεργά οι διευθετήσεις, απορρίπτοντας τυχόν υπονοούμενα περί αναβολής της συνόδου κορυφής.
Αλλά, εκ των υστέρων, αυτή η αισιοδοξία φαίνεται να ήταν και αυτή ευσεβής πόθος του Κρεμλίνου. Ο Πούτιν, φυσικά, είναι εξαιρετικά πρόθυμος να δείξει στους Ρώσους και στον ευρύτερο κόσμο ότι – παρά τις κυρώσεις και την απαγγελία κατηγοριών για εγκλήματα πολέμου στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο – ότι απέχει πολύ από το να είναι απομονωμένος στη διεθνή σκηνή.
Όταν ο Τραμπ του έστρωσε το κόκκινο χαλί στην Αλάσκα τον Αύγουστο, με τον ηγέτη του ισχυρότερου έθνους του κόσμου να στέκεται δίπλα-δίπλα με τον επικεφαλής του Κρεμλίνου, ήταν μια εύκολη διπλωματική νίκη για το Κρεμλίνο, το οποίο προσέφερε ελάχιστα στον Λευκό Οίκο σε αντάλλαγμα.

Προφανώς, δεν θα υπάρξει επανάληψη της παράστασης στη Βουδαπέστη, εκτός εάν και εάν έως τότε σημειωθεί πρόοδος στο θέμα της Ουκρανίας. Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει μάλιστα υπονοήσει ότι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν πιο ισχυρές αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, για να πιέσουν περαιτέρω το Κρεμλίνο να προχωρήσει γρήγορα σε ειρηνευτικές συνομιλίες.
Θα μπορούσε να είναι η αρχή αυτού που οι επικριτές του χειρισμού του Κρεμλίνου από τον Τραμπ ζητούν εδώ και καιρό. Δηλαδή μια σκληρή, νέα στρατηγική για να χρησιμοποιηθεί επιτέλους σημαντική αμερικανική επιρροή για να προσπαθήσει να αναγκάσει τον Πούτιν να συμβιβαστεί και να εγκαταλείψει τους μαξιμαλιστικούς πολεμικούς του στόχους.
Οι ρωσικοί μαξιμαλιστικοί στόχοι περιλαμβάνουν την απαίτηση του Κρεμλίνου προς το Κίεβο να παραδώσει στρατηγικά τμήματα του Ντονμπάς, στην ανατολική Ουκρανία, τα οποία η Ρωσία μέχρι στιγμής δεν έχει κατακτήσει. Κάτι τέτοιο είναι κόκκινη γραμμή για την ουκρανική κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους υποστηρικτές της.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, χαρακτήρισε τις κινήσεις των ΗΠΑ ως «πολύ σημαντικές» και κρίσιμες για να «φέρουν τη Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Εν τω μεταξύ, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν επίσης εκφράσει την ικανοποίησή τους για την προφανώς πιο σκληρή στάση της Ουάσιγκτον.
Αλλά μετά από εννέα μήνες παγιδευμένους στο roller coster της προεδρίας Τραμπ, υπάρχουν πάντα ανησυχίες. Και πίσω από τα παρασκήνια στο Κίεβο, στις Βρυξέλλες, ακόμη και στη Μόσχα, λίγοι αμφιβάλλουν ότι στον ασταθή, ευμετάβλητο κόσμο του Τραμπ, μια ξαφνική επιστροφή στην οπτική γωνία του Κρεμλίνου θα μπορούσε να γίνει με ένα απλώς φιλικό, προσεκτικά χρονομετρημένο τηλεφώνημα με τον Πούτιν.












