Skip to main content

Η Ευρώπη επανεξοπλίζεται. Θα μειώσει όμως την εξάρτηση από τις ΗΠΑ;

Μέχρι τώρα, πάνω από το 60% των αγορών όπλων στην ΕΕ πραγματοποιούνται εκτός Ευρώπης, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι Βρυξέλλες επιδιώκουν τώρα να μειώσουν αυτήν την εξάρτηση στο 45%

Μετά από μακρά διαπραγμάτευση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το γενικό περίγραμμα ενός «οδικού χάρτη» για την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας της ΕΕ και τη μείωση της εξάρτησής από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πρόκειται για το πρόγραμμα EDIP, με προϋπολογισμό 1,5 δισεκατομμυρίου ευρώ για την περίοδο 2025-2027, που έρχεται να προστεθεί σε πολλαπλές πρωτοβουλίες που έχει ήδη ξεκινήσει η ΕΕ για τον επανεξοπλισμό της. «Το EDIP στοχεύει στην ενθάρρυνση της έναρξης κοινών έργων εξοπλισμών και στον περιορισμό του κόστους των εξαρτημάτων που κατασκευάζονται εκτός ΕΕ στο 35%», σύμφωνα με δελτίο τύπου του Συμβουλίου της ΕΕ.

«Αυτή η συμφωνία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου και την ανάπτυξη της αμυντικής μας βιομηχανίας», δήλωσε ο Γάλλος ευρωβουλευτής του ΕΛΚ, Φρανσουά-Ξαβιέ Μπελαμί, συν-εισηγητής του έργου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. «Η Ευρώπη πρέπει επιτέλους να είναι σε θέση να αμυνθεί και το EDIP σχεδιάστηκε για αυτό», πρόσθεσε ο έτερος εισηγητής, Ραφαέλ Γκλουκσμάν.

Η συμφωνία επιτεύχθηκε μετά από επίπονες συζητήσεις που είχαν καθυστερήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω του ζητήματος της ευρωπαϊκής προτίμησης. Ορισμένα κράτη μέλη τάχθηκαν υπέρ της μεγαλύτερης ευελιξίας ώστε να επιτραπεί στο πρόγραμμα να χρηματοδοτεί και επενδύσεις σε όπλα εκτός ΕΕ, ιδίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μείωση της εξάρτησης στο 45%

Τελικά, επιτεύχθηκε συμβιβασμός που περιορίζει στο 35% του συνολικού κόστους, τις δαπάνες για τα αμυντικά εξαρτήματα που κατασκευάζονται εκτός ΕΕ ή σε ορισμένες χώρες-εταίρους όπως η Νορβηγία. «Το EDIP θα αντιστρέψει την επικρατούσα λογική των εισαγωγών για να υποστηρίξει ουσιαστικά την ενίσχυση της βιομηχανικής μας βάσης», δήλωσε ο Μπελαμί.

Μέχρι τώρα, πάνω από το 60% των αγορών όπλων στην ΕΕ πραγματοποιούνται εκτός Ευρώπης, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι Βρυξέλλες επιδιώκουν τώρα να μειώσουν αυτήν την εξάρτηση στο 45%.

Η Ουκρανία θα συμμετάσχει επίσης στο έργο, λαμβάνοντας 300 εκατομμύρια ευρώ από τον συνολικό προϋπολογισμό.

Το EDIP θέτει επίσης τα θεμέλια για πρώτη φορά, για ένα νομικό πλαίσιο που θα διευκολύνει τις κοινές επενδύσεις και προμήθειες στην ΕΕ στον τομέα της άμυνας, μια αρμοδιότητα που εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

Ιστορική ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας

Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία βιώνει αυτή τη στιγμή μια ιστορική ανάπτυξη. Από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η παραγωγή όπλων στην ήπειρο έχει επεκταθεί μαζικά – εν μέρει λόγω και των φόβων ενός πολέμου με τη Ρωσία.

Σύμφωνα με τους Financial Times, οι 37 ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες έχουν κατ` αρχήν, επεκτείνει τις 150 εγκαταστάσεις τους, «άνω από 7 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα νέου βιομηχανικού χώρου».

Η επέκταση υποστηρίζεται από δημόσιες επιδοτήσεις, ιδίως από το πρόγραμμα της ΕΕ «Πράξη για την Υποστήριξη της Παραγωγής Πυρομαχικών» (ASAP), στο οποίο έχουν διατεθεί 500 εκατομμύρια ευρώ για την αντιμετώπιση των σημείων συμφόρησης στην παραγωγή πυρομαχικών.

Ο Γουίλιαμ Αλμπερκι, πρώην διευθυντής οπλικών συστημάτων του ΝΑΤΟ, δήλωσε στους Financial Times ότι οι τρέχουσες αλλαγές στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία είναι «βαθιές και διαρθρωτικές». Είναι εμφανής μια σημαντική αύξηση στην παραγωγική ικανότητα πυρομαχικών, με ένα σημαντικό μέρος της ανάπτυξης να οφείλεται στην επέκταση εταιρειών όπως η γερμανική Rheinmetall.

Ακμάζει η Γερμανική αμυντική βιομηχανία

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε μια τεράστια ώθηση στην γερμανική αμυντική βιομηχανία. Η Rheinmetall είδε τη μετοχή της να αυξάνεται κατά 193% μέσα σε ένα χρόνο.

Άλλες γερμανικές αμυντικές εταιρείες, όπως η Hensoldt, η Thyssenkrupp Marine Systems, η Heckler & Koch και η MBDA, σημειώνουν επίσης ισχυρή ανάπτυξη και επενδύουν στην επέκταση της παραγωγικής τους ικανότητας. Η αυξημένη ζήτηση χρηματοδοτείται εν μέρει από κυβερνητικά προγράμματα που υποστηρίζουν τις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία. Οι κατασκευαστές drones, όπως η Helsing, βιώνουν επίσης άνθηση.

Οι Ευρωπαϊκοί αμυντικοί γίγαντες αναζητούν επίσης επιχειρηματικές ευκαιρίες πέρα ​​από τον Ατλαντικό για να εκμεταλλευτούν τις βιομηχανικές οικονομίες κλίμακας που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια. Ένα παράδειγμα είναι  το κοινό ιταλο-γαλλο-γερμανικό σχέδιο για την εξασφάλιση μιας σύμβασης δισ. δολαρίων, για τα νέα οβιδοβόλα του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η αύξηση των αμυντικών δαπανών

Το 2024, οι χώρες της ΕΕ διέθεσαν 362 δισεκατομμύρια δολάρια για την άμυνα, ποσό ίσο με το 1,9% του ΑΕΠ.

Στην τελευταία σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιήθηκε στη Χάγη τον περασμένο Ιούνιο, οι 32 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Συμμαχίας, αποφάσισαν επίσης να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες από 2% στο 5% του ΑΕΠ. «Αυτό δεν αποτελεί νομικά δεσμευτική υποχρέωση, αλλά πολιτική δέσμευση που πρέπει να επιτευχθεί έως το 2035, η οποία απαιτεί επίσης αναθεώρηση το 2029», εξηγούν στη Ναυτεμπορική Ευρωπαίοι διπλωμάτες.

Το όριο του 5% χωρίζεται σε δύο μέρη: το 3,5% αφορά τις δαπάνες για εξοπλισμούς και το υπόλοιπο 1,5% αφορά τις υποδομές, τις τηλεπικοινωνίες και την κυβερνοασφάλεια. Ο πραγματικός αριθμός στον οποίο πρέπει να εστιάσουμε είναι επομένως 3,5%: αυτό σημαίνει ότι σε 10  χρόνια, από τα 1,45 τρισεκατομμύρια δολάρια που είναι σήμερα οι αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ, θα φτάσουμε σε περίπου 1,75 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Ο οικονομολόγος Ρομπέρτο ​​Ρομάνο εκτιμά ότι για να φτάσουν οι αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2035, οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες από 181 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023 σε 570 δισεκατομμύρια ευρώ το 2035. Αυτό θα απαιτήσει αύξηση 52 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.

«Μια τέτοια αύξηση είναι πιθανό να οδηγήσει σε υψηλότερους φόρους ή σε περαιτέρω μείωση των κοινωνικών δαπανών, καθώς η Γερμανία και άλλες χώρες της ΕΕ αρνούνται την έκδοση κοινού χρέους με ευρωομόλογα», τονίζουν Ευρωπαίοι διπλωμάτες.

Τέσσερις τομείς

Οι στρατηγοί του ΝΑΤΟ έχουν αναπτύξει ένα λεπτομερές σχέδιο που ορίζει σε γενικές γραμμές τέσσερις τομείς παρέμβασης: πενταπλάσια ενίσχυση της αεράμυνας, ενίσχυση των δυνάμεων επέμβασης, αύξηση των όπλων μεγάλου βεληνεκούς και «εκτόξευση» της υλικοτεχνικής υποστήριξης.

Η στρατηγική που ανέπτυξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινείται σε παράλληλη τροχιά. «Οι κυβερνήσεις των κύριων ευρωπαϊκών χωρών και τα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών μοιράζονται μια θεμελιώδη ιδέα: η κοινή άμυνα της Ένωσης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών για αρκετά ακόμη χρόνια, επομένως είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί ένας ευρωπαϊκός πυλώνας που μπορεί να έχει μεγαλύτερη επιρροή στις πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις του ΝΑΤΟ», εξηγούν στη Ναυτεμπορική, Ευρωπαίοι στρατιωτικοί αναλυτές.

Αυτή η πολιτική προϋπόθεση αποτελεί τη βάση του έργου «Ετοιμότητα 2030» της Επιτροπής, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 29 Μαΐου και ωθεί τους Ευρωπαίους να επενδύσουν στην άμυνα ταχύτερα από ό,τι οραματιζόταν το ΝΑΤΟ. «Αυτό συμβαίνει επειδή αντιμετωπίζουμε μια απειλή, τα αποθέματα ορισμένων χωρών έχουν εξαντληθεί λόγω της βοήθειας προς την Ουκρανία και, επιπλέον, έχουμε τεχνολογικά καθυστερημένα αμυντικά συστήματα. Μεταφρασμένο σε ευρώ, αυτό θα σήμαινε συνολική δαπάνη 800 δισεκατομμυρίων ευρώ».

Το πρόγραμμα SAFE

Στην πραγματικότητα, προς το παρόν, τα μόνα διαθέσιμα βραχυπρόθεσμα κεφάλαια είναι τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ από το ταμείο SAFE (Security Action for Europe), τα οποία η Επιτροπή θα συγκεντρώσει στην αγορά μέσω μιας κοινής ρύθμισης χρέους, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να ενεργεί ως εγγυήτρια. Αυτά τα χρήματα θα δανειστούν στις χώρες τα χρειάζονται με χαμηλό επιτόκιο, με τις αποπληρωμές να ξεκινούν μετά από 10 χρόνια και τα δάνεια να αποπληρώνονται σε διάστημα 45 ετών.

Για να λάβουν το δάνειο SAFE, οι μεμονωμένες κυβερνήσεις θα πρέπει να πραγματοποιήσουν κοινές αγορές με τουλάχιστον ένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος. Ο κανονισμός καθορίζει επίσης τις δύο κατηγορίες οπλισμού που θα αγοραστούν, οι οποίες ορίζονται με βάση τα κριτήρια που έχει θεσπίσει το ΝΑΤΟ. Η πρώτη κατηγορία είναι πυρομαχικά, πύραυλοι, συστήματα πυροβολικού και η δεύτερη αφορά την αντιαεροπορική άμυνα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, επιτήρηση του διαστήματος και εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και ηλεκτρονικών στον πόλεμο. Επιπλέον, το 65% των εξαρτημάτων κάθε προϊόντος πρέπει να κατασκευάζεται σε ευρωπαϊκή χώρα.

Μέχρι στιγμής, 19 κυβερνήσεις έχουν ζητήσει τη χρήση των «ασφαλών» κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της  Ελλάδας, και πρέπει να υποβάλουν λεπτομερή έργα στις Βρυξέλλες έως τα τέλη Νοεμβρίου.

Αγορές εκτός ΕΕ

Το πρόγραμμα SAFE θέτει τέλος στην αγορά όπλων «κατασκευασμένων στις ΗΠΑ», αλλά η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στις αρχές Αυγούστου, στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Τραμπ για τους δασμούς, υπέγραψε την ευρωπαϊκή δέσμευση για την αγορά αμερικανικών όπλων. Αυτή η αντίφαση παραμένει στο τραπέζι.

Αυτό συμβαίνει επίσης επειδή, από το 2020 έως το 2024, οι Ηνωμένες Πολιτείες προμήθευσαν το 63% των όπλων που αγοράστηκαν από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως σημείωσε ο Μάριο Ντράγκι στην «Έκθεση Ανταγωνιστικότητας».

Το ερώτημα είναι επίσης είναι πού θα βρεθούν τα 650 δισεκατομμύρια ευρώ που χρειάζονται για να φτάσουν τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ στο σχέδιο της φον ντερ Λάιεν;

Για να βρεθεί «λύση» από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, η Κομισιόν έδωσε τη δυνατότητα υπέρβασης των περιορισμών που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας για το δημοσιονομικό έλλειμμα -που σήμερα ορίζεται στο 3% του ΑΕΠ- κατά 1,5%.

Στην πράξη, οι Βρυξέλλες επιτρέπουν έλλειμμα έως και 4,5% για τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών αυξάνοντας το χρέος. Αυτή η ρήτρα διασφάλισης θα ισχύει για τέσσερα χρόνια.

Σπατάλη 100 δισεκατομμυρίων ετησίως

Το επείγον ζήτημα είναι η εξάλειψη του κατακερματισμού των ευρωπαϊκών εξοπλισμών. Σύμφωνα με μελέτες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «η έλλειψη συνεργασίας των 27 στον τομέα της άμυνας οδηγεί σε μια εκτιμώμενη σπατάλη μεταξύ 25 και 100 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως».

Για παράδειγμα, σύμφωνα με την έκθεση The Military Balance 2025 που συνέταξε το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, το 2024 υπήρχαν στις χώρες της ΕΕ, 13 είδη αρμάτων μάχης, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μόνο ένα.

Στην Ευρώπη, έχουμε 14 μοντέλα μαχητικών αεροσκαφών, ενώ οι ΗΠΑ έχουν έξι.

«Τα όργανα της Ατλαντικής Συμμαχίας εργάζονται για τη διαδικασία τυποποίησης των εξοπλισμών μεταξύ των χωρών μελών, αλλά απαιτείται μια συντονισμένη στρατηγική μεταξύ των διαφόρων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, η οποία, προς το παρόν, απουσιάζει», τονίζουν αμυντικοί αναλυτές.

Οι αμυντικές εταιρείες πολλαπλασιάζουν βέβαια, τις διεθνείς συμφωνίες για την κοινή κατασκευή σημαντικών οπλισμών. Οι βασικοί κόμβοι σε αυτό το δίκτυο είναι οι συμμαχίες μεταξύ γαλλικών και γερμανικών εταιρειών για την κατασκευή αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων οχημάτων για τους στρατούς των δύο χωρών.

Πώς θα πειστούν οι πολίτες…

Η Ιταλία συμμετέχει επίσης σε αρκετές συμφωνίες, ιδίως με την Leonardo, μια εταιρεία που ανήκει κατά 30% στο Υπουργείο  Οικονομικών. Ο ιταλικός όμιλος έχει συνάψει κοινοπραξία με τη γερμανική Rheinmetall για την παραγωγή 132 αρμάτων μάχης και 1.050 τεθωρακισμένων οχημάτων. Υπάρχει επίσης συνεργασία με την τουρκική Baykar για την κατασκευή drones και με τον όμιλο Eurofighter για μαχητικά αεροσκάφη.

Ο Ιταλός στρατηγός Αουρέλιο Κολαγκράντε, αναπληρωτής Ανώτατος Διοικητής του ΝΑΤΟ, τονίζει ότι «το σημαντικό είναι να περιοριστεί ο κατακερματισμός και, σε κάθε περίπτωση, τα μέσα και τα εργαλεία που μας διατίθενται να είναι συμβατά μεταξύ τους».

Όσον αφορά τις κυβερνήσεις: θα ήταν σκόπιμο -λέει- να εξηγηθούν στους πολίτες με τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια οι λόγοι που απαιτούν την τήρηση του σχεδίου επανεξοπλισμού. Για να πειστούν ότι τα κανόνια χρειάζονται περισσότερο από το …βούτυρο.