Ο εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν άφησε πίσω του μια από τις πιο σπαρακτικές εικόνες της εποχής μας: μια μητέρα που, μέσα στην πείνα, την καταστροφή και την απόγνωση, αναγκάζεται να διαλέξει ποιο από τα δίδυμά της θα σωθεί.
Η ιστορία της Τουμά, την οποία παρουσιάζει σήμερα το BBC, αποτυπώνει το αληθινό τίμημα ενός πολέμου που έχει σβήσει τα όρια της ανθρωπιάς.
Η μάνα που δεν είχε να ταΐσει ούτε τον εαυτό της
Η Τουμά κάθεται σιωπηλή σε έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες θαλάμους του νοσοκομείου Bashaer στο Χαρτούμ. Δεν έχει φάει μέρες. Στην αγκαλιά της κρατά τη μικρή Masajed, τριών ετών – ακίνητη, αποστεωμένη, δίχως φωνή.
«Θα ήθελα να κλαίει», ψιθυρίζει η 25χρονη μητέρα. «Δεν έχει δύναμη να κλάψει».
Ο πόλεμος ανάμεσα στον στρατό του Σουδάν και τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) έφτασε στο χωριό της, 200 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Χαρτούμ. Οι παραστρατιωτικοί άρπαξαν τα πάντα: χρήματα, ζώα, τρόφιμα. «Φύγαμε μόνο με τη ζωή μας», λέει.
Το δίλημμα που καμία μάνα δεν θα έπρεπε να ζήσει
Η Τουμά έφτασε στο νοσοκομείο με τα δίδυμα κορίτσια της, Μασαγιέντ και Μαναχίλ. Και οι δύο χρειάζονταν επειγόντως αντιβιοτικά. Όμως τα φάρμακα δεν καλύπτονταν από το νοσοκομείο — έπρεπε να πληρώσει. Τα χρήματα έφταναν για ένα παιδί μόνο.
Η Τουμά έπρεπε να διαλέξει. Επέλεξε τη Μάναχιλ. Κρατώντας τη Μασαγιέντ, που ξεψυχά, στην αγκαλιά της, ψιθυρίζει: «Είμαι μόνη. Δεν έχω τίποτα. Μόνο τον Θεό».
Οι γιατροί ξέρουν ότι κανένα από τα παιδιά του θαλάμου δεν θα επιζήσει. «Τα ποσοστά επιβίωσης είναι μηδενικά», λέει ένας γιατρός.
Ένα έθνος πεινάει
Η τραγωδία της Τουμά δεν είναι μοναδική. Το Σουδάν βιώνει μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές κρίσεις στον κόσμο. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τρία εκατομμύρια παιδιά κάτω των πέντε ετών υποσιτίζονται βαριά. Τα νοσοκομεία είναι κατεστραμμένα, τα φάρμακα ελάχιστα, το νερό και το φαγητό πολυτέλεια.
Το Χαρτούμ, κάποτε ζωντανό κέντρο πολιτισμού στις όχθες του Νείλου, έχει μετατραπεί σε πόλη-φάντασμα. Καμένα άρματα στους δρόμους, πολυκατοικίες-ερείπια, και παιδιά που μεγαλώνουν ανάμεσα σε σφαίρες και αποκαΐδια.
«Πού είναι το σπίτι μου;»
Ανάμεσα στα χαλάσματα, ένα παιδί ψάχνει το χαμένο του σπίτι. Ο Ζάχερ, 12 ετών, σπρώχνει το αναπηρικό του καροτσάκι μέσα στα συντρίμμια. Έχασε και τα δύο του πόδια από χτύπημα drone.
«Θέλω μόνο να μου βάλουν τεχνητά πόδια», λέει στο BBC. «Για να παίξω ξανά ποδόσφαιρο με τους φίλους μου».
Η μητέρα του, η Χαμπίμπα, θυμάται τη στιγμή που τον είδε να αιμορραγεί. «Προσευχόμουν να πεθάνω εγώ στη θέση του», λέει κλαίγοντας.
Τώρα ζουν σε ένα αυτοσχέδιο καταφύγιο. Ο Ζάχερ πηγαίνει σε μια πρόχειρη σχολική τάξη που δημιούργησαν εθελοντές. «Τα παιδιά αυτά μιλούν πια τη γλώσσα του πολέμου», λέει η δασκάλα τους. «Οι λέξεις τους είναι κατάρες. Κουβαλούν θυμό, φόβο, απελπισία».
Τα παιδιά που σταμάτησαν να ονειρεύονται
Ο 16χρονος Αχμέντ καθαρίζει ερείπια σε ένα κατεστραμμένο λούνα παρκ. Παίρνει 50 δολάρια για 30 μέρες εργασίας. Κάθε μέρα βρίσκει ανθρώπινα οστά.
«Έχω βρει 15 σώματα μέχρι τώρα», λέει. «Μερικά δεν τα έχει μαζέψει κανείς».
Στο γκρίζο μπλουζάκι του γράφει «Smile». Κάποτε ερχόταν εδώ για να γελάσει με τα αδέλφια του. Τώρα δεν ξέρει αν ζουν. «Από τότε που άρχισε ο πόλεμος, είμαι σίγουρος ότι θα πεθάνω», ψιθυρίζει. «Δεν ονειρεύομαι πια τίποτα».
Μια χαραμάδα φωτός
Κι όμως, μέσα σε αυτό το σκοτάδι, τα παιδιά του Σουδάν επιμένουν να γελούν.
Ο Ζάχερ, πάνω στα γόνατά του, κυλά την μπάλα στο χώμα. Οι φίλοι του ζητωκραυγάζουν. «Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου», λέει χαμογελώντας για πρώτη φορά. «Η αγαπημένη μου ομάδα είναι η Ρεάλ Μαδρίτης».
Το χαμόγελο αυτό –ένα χαμόγελο μέσα στα ερείπια– είναι ίσως η πιο δυνατή πράξη ελπίδας σε μια χώρα που αιμορραγεί.