Skip to main content

Economist: Μήπως η πολιτική χαζεύει, επειδή διαβάζουμε λιγότερο;

Οι ομιλίες προέδρων, από τον Ουάσινγκτον έως τον Τραμπ, έχουν κατέβει από επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών σε επίπεδο δημοτικού. 

Η εικόνα μοιάζει αθώα: φοιτητές λογοτεχνίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια καλούνται να διαβάσουν τις πρώτες παραγράφους του μυθιστορήματος «Ζοφερός Οίκος» του Ντίκενς.

Το πείραμα φαίνεται απλό, σχεδόν αυτονόητο. Κι όμως, αποδεικνύεται αδύνατο. Οι φοιτητές σκοντάφτουν στη νομική γλώσσα, χάνονται μέσα στις μεταφορές, δεν καταλαβαίνουν ούτε βασικό λεξιλόγιο.

Το περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο, σημειώνει ο Economist. Είναι σύμπτωμα μιας κρίσης που βαθαίνει: η ανάγνωση, ως καθημερινή πρακτική, υποχωρεί παντού.

Η πτώση των αριθμών

Μελέτες από την Αμερική και τη Βρετανία δείχνουν ότι οι ενήλικες διαβάζουν λιγότερο, τα παιδιά επίσης, ενώ οι έφηβοι σχεδόν εγκαταλείπουν το βιβλίο.

Σύμφωνα με έρευνα του iScience, οι Αμερικανοί που διαβάζουν για ευχαρίστηση μειώθηκαν κατά δύο πέμπτα μέσα σε είκοσι χρόνια. Στη Βρετανία, 40% των πολιτών δεν άνοιξαν ούτε άκουσαν βιβλίο το 2024.

Ακόμη και οι φοιτητές δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να τελειώσουν ένα μυθιστόρημα σε τρεις εβδομάδες. Οι πανεπιστημιακοί μιλούν για νέα γενιά χωρίς αντοχές συγκέντρωσης.

Μια παλιά ανησυχία – με νέα μορφή

Βέβαια, οι διαμαρτυρίες για την παρακμή της ανάγνωσης δεν είναι καινούργιες, παραδέχεται ο Economist. Από τον Σωκράτη που φοβόταν πως η γραφή θα γεννήσει λήθη, έως τον Εκκλησιαστή που προειδοποιούσε πως «των βιβλίων ουκ έστι τέλος», η ανησυχία συνοδεύει διαχρονικά το διάβασμα.

Το καινούργιο σήμερα είναι η ίδια η υφή του γραπτού λόγου. Ανάλυση των bestsellers των New York Times δείχνει ότι οι προτάσεις έχουν μικρύνει κατά ένα τρίτο από τη δεκαετία του 1930.

Από τη βαρύγδουπη πρόταση 153 λέξεων του Τζον Ράσκιν φτάσαμε στις απλές 19 λέξεις της Μέλ Ρόμπινς, με συμβουλές τύπου «μέτρα ανάποδα 5-4-3-2-1 και ξεκίνα».

Η ευκολία κερδίζει το βάθος

Τα κινητά τηλέφωνα και οι αμέτρητοι περισπασμοί σίγουρα επιδεινώνουν την κατάσταση. Όμως η αλήθεια είναι σκληρότερη: το κίνητρο για διάβασμα έχει απλώς μειωθεί.

Στη βικτωριανή εποχή, εργάτες και βοσκοί έφτιαχναν αυτοσχέδιες βιβλιοθήκες, δάνειζαν Θουκυδίδη ή Μπάιρον ο ένας στον άλλον και έβλεπαν στο διάβασμα δρόμο αυτοβελτίωσης. Σήμερα, που τα κλασικά έργα είναι δωρεάν στο διαδίκτυο και τα περισσότερα βιβλία κοστίζουν λιγότερο από έναν καφέ, η όρεξη φαίνεται να έχει χαθεί.

Πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες

Η πτώση της ανάγνωσης δεν αφορά μόνο τους φιλόλογους. Η ιστορία δείχνει ότι η παιδεία στο διάβασμα συνδέεται με την ίδια τη δημοκρατία: οι Αθηναίοι μπόρεσαν να ασκήσουν οστρακισμό επειδή ήξεραν να γράφουν.

Αντίστροφα, η μείωση της λογοτεχνικής καλλιέργειας οδηγεί σε φτωχότερο δημόσιο λόγο. Στη Βρετανία, οι κοινοβουλευτικοί λόγοι έχουν μικρύνει κατά το ένα τρίτο μέσα σε μια δεκαετία.

Στην Αμερική, οι ομιλίες προέδρων, από τον Ουάσινγκτον έως τον Τραμπ, έχουν κατέβει από επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών σε επίπεδο δημοτικού.

Η ανάγνωση ως κοινωνική κινητικότητα

Πέρα όμως από τη δημοκρατία, η ανάγνωση υπήρξε πάντα ένας μοχλός κοινωνικής ανόδου. Κανένας δάσκαλος, κανένα ιδιωτικό σχολείο, καμία οικονομική άνεση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την προσωπική απόφαση κάποιου να βυθιστεί σε ένα βιβλίο.

Όπως λέει ο καλόκαρδος σιδεράς Τζο στις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς:
«Δώσε μου ένα καλό βιβλίο και μια καλή φωτιά κι ούτε που ζητώ τίποτα άλλο».

Αν αυτό το πάθος χαθεί, τότε πράγματι ο κόσμος μας θα μοιάζει πιο «ζοφερός» από ποτέ.