Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές εξέφρασαν την αντίθεσή τους στη συμφωνία που σύναψε η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τον Ιούλιο. Αυτό καθιστά πολύ πιο δύσκολο το έργο της να συγκροτήσει την απαιτούμενη πλειοψηφία για να επικυρώσει την ανακωχή δασμών — και ενδεχόμενη αποτυχία θα μπορούσε να ξαναρίξει τη διατλαντική εμπορική σχέση σε κρίση.
«Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι με τη συμφωνία», δήλωσε στο POLITICO η Ιράτσε Γκαρσία Πέρεθ, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D).
Η αντίθεση των Σοσιαλιστών υπονομεύει τις προσπάθειες της ΕΕ να παρουσιάσει το σύμφωνο ως μέσο ενίσχυσης της διατλαντικής ενότητας απέναντι στη Μόσχα. Παράλληλα, βαθαίνει το ρήγμα με τους κεντροδεξιούς συμμάχους της φον ντερ Λάιεν, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), που στηρίζει τη συμφωνία και είχε κατά το παρελθόν συνεργαστεί με τους Σοσιαλιστές για την προώθηση ενός μετριοπαθούς πολιτικού προγράμματος.
Η αντιπαράθεση έρχεται μόλις λίγες εβδομάδες μετά την ανάγκη της φον ντερ Λάιεν να δεσμευτεί σε μακροπρόθεσμες κοινωνικές δαπάνες για να εξασφαλίσει τη στήριξη των Σοσιαλιστών σε κρίσιμη πρόταση μομφής.
Οι Σοσιαλιστές έχασαν πολιτική επιρροή στις ευρωεκλογές του 2024, καθώς η ενίσχυση του ΕΛΚ επέτρεψε τη συνεργασία του με δεξιότερες πολιτικές ομάδες για την ψήφιση νομοθεσίας. Καθώς η παρουσία των Σοσιαλιστών στην Κομισιόν και σε εθνικές κυβερνήσεις έχει συρρικνωθεί, έχουν γίνει πιο οξείς στην κριτική τους προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΕΛΚ, προσπαθώντας να αξιοποιήσουν την εναπομείνασα επιρροή τους για να αποσπάσουν πολιτικά ανταλλάγματα.
Εκμετάλλευση αδυναμίας
Από τότε που η συμφωνία εμπορίου υπογράφηκε στο θέρετρο γκολφ του Ντόναλντ Τραμπ στο Τέρνμπερι, οι Βρυξέλλες δέχονται επικρίσεις ότι υποχώρησαν στις πιέσεις της Ουάσινγκτον και δεν εκμεταλλεύτηκαν το οικονομικό βάρος της ΕΕ — ως αγορά 450 εκατομμυρίων ανθρώπων — για να αντισταθούν στην επιθετική διαπραγματευτική τακτική του Αμερικανού προέδρου.
Οι δηλώσεις της Γκαρσία Πέρεθ ήρθαν μετά την απειλή του Τραμπ την προηγούμενη εβδομάδα να τιμωρήσει χώρες που επιβάλλουν ψηφιακούς κανονισμούς και φόρους που, κατά τη γνώμη του, στοχεύουν άδικα αμερικανικές εταιρείες. Η ίδια τόνισε ότι η ΕΕ θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το ισχυρότερο εμπορικό της όπλο, τον Μηχανισμό κατά των Εξαναγκασμών (Anti-Coercion Instrument), για να απαντήσει στον εκβιασμό του Τραμπ.
«Ο Τραμπ θα εκμεταλλευτεί κάθε ένδειξη αδυναμίας για να κλιμακώσει τον εμπορικό πόλεμο», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η στάση της Γκαρσία Πέρεθ ακολούθησε την κριτική της Τερέσα Ριμπέρα — της ανώτατης αξιωματούχου των Σοσιαλιστών στην Κομισιόν της φον ντερ Λάιεν. Η Ριμπέρα, που είναι υπεύθυνη για την πολιτική ανταγωνισμού, δήλωσε στους Financial Times την Παρασκευή ότι η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη να αποχωρήσει από τη συμφωνία, εάν ο Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του για την τεχνολογία.
Τη Δευτέρα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρώην πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, Αντόνιο Κόστα — επίσης σοσιαλιστής — δήλωσε πως κατανοεί «την απογοήτευση πολλών Ευρωπαίων που θεωρούν πως η Ένωση υπήρξε υπερβολικά παθητική στη διαμόρφωση των εξελίξεων του καλοκαιριού στον τομέα του εμπορίου, των σχέσεων με τις ΗΠΑ και της Ουκρανίας».
Σε ομιλία του στη Σλοβενία, ο Κόστα είπε ότι η επίθεση της Ουάσινγκτον κατά των κανονισμών της ΕΕ για την τεχνολογία συνιστά υπέρβαση αρμοδιοτήτων και μορφή λογοκρισίας. «Οι εταίροι μας — συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ — πρέπει να γνωρίζουν ότι η ΕΕ θα υπερασπίζεται πάντα την κυριαρχία της, τους πολίτες της, τις επιχειρήσεις της και τις αξίες της», υπογράμμισε. «Η διπλωματία δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται με την υποχωρητικότητα.»
Το περιεχόμενο της συμφωνίας
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, οι περισσότερες εξαγωγές της ΕΕ υπόκεινται σε ενιαίο δασμό 15% από τις ΗΠΑ. Ως αντάλλαγμα, η ΕΕ πρέπει να θεσπίσει νομοθεσία για την κατάργηση όλων των δασμών στα βιομηχανικά προϊόντα των ΗΠΑ — περιλαμβανομένου του 10% που επιβάλλει στα αμερικανικά αυτοκίνητα — και να διευκολύνει την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά για ορισμένα αγροτικά προϊόντα και θαλασσινά.
«Σε γενικότερο πλαίσιο, οι Σοσιαλιστές έχουν βάσιμους λόγους να αντιταχθούν στη συμφωνία, καθώς δεν είναι καθόλου σαφές ποιο ήταν το σκεπτικό της φον ντερ Λάιεν να εγκαταλείψει τον προσανατολισμό της ΕΕ προς τον ΠΟΕ και να κάνει τόσο μεγάλες παραχωρήσεις για εγγυήσεις ασφαλείας που δεν φαίνονται πουθενά στον ορίζοντα», δήλωσε ο Ντέιβιντ Κλάιμαν, ανώτερος εμπειρογνώμονας εμπορίου στο think tank ODI Europe με έδρα τις Βρυξέλλες.
Ο Κλάιμαν αναφερόταν στις ανησυχίες ότι η συμφωνία αντίκειται στους παγκόσμιους εμπορικούς κανόνες όπως ορίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Αντίξοος δρόμος μπροστά
Η πρώτη και πιο άμεση δοκιμασία για τη συμφωνία θα έρθει όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κληθεί να αποφασίσει για τη νομοθετική πρόταση της Κομισιόν — που κατατέθηκε την περασμένη εβδομάδα — και προβλέπει την κατάργηση των δασμών στα βιομηχανικά προϊόντα των ΗΠΑ. Η πρόταση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση ώστε η Ουάσινγκτον να μειώσει, από την πλευρά της, τους δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα από 27,5% σε 15%.
Δεδομένου ότι τα αυτοκίνητα αποτελούν το μεγαλύτερο διατλαντικό εξαγώγιμο προϊόν της Γερμανίας — της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ — το διακύβευμα είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Ο Μπέρντ Λάνγκε, Γερμανός ευρωβουλευτής των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D) και πρόεδρος της επιτροπής εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, προειδοποίησε ότι οι Βρυξέλλες πρέπει να είναι έτοιμες να αντιδράσουν γρήγορα, σε περίπτωση που η Ουάσινγκτον δεν τηρήσει τη δέσμευσή της για μείωση των δασμών στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα — και ιδίως εάν ο Τραμπ κινηθεί εναντίον της ρυθμιστικής κυριαρχίας της ΕΕ σε θέματα ψηφιακής πολιτικής ή πράσινων κανονισμών.
Οι ευρωβουλευτές θα έχουν την πρώτη τους ευκαιρία να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους την Τετάρτη, όταν η Σαμπίνε Βέιγιαντ, η κορυφαία αξιωματούχος της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Κομισιόν, καταθέσει ενώπιον της επιτροπής του Λάνγκε.
Ο ίδιος, ως εισηγητής της πρότασης, δήλωσε:
«Αν οι ΗΠΑ δεν μειώσουν τους δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, τότε κι εμείς δεν θα καταργήσουμε τους δασμούς 10% στα βιομηχανικά προϊόντα των ΗΠΑ. Αυτό είναι ξεκάθαρο.»
Για να εγκριθεί, η πρόταση απαιτεί απλή πλειοψηφία επί των ψήφων που θα καταμετρηθούν. Εάν η φον ντερ Λάιεν δεν καταφέρει να πείσει την ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών να στηρίξει τη συμφωνία, τότε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), μαζί με τους μετριοπαθείς συμμάχους της προεδρικής πλειοψηφίας, θα χρειαστούν τη στήριξη της δεξιάς πολιτικής ομάδας Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ECR) και της ακροδεξιάς ομάδας Πατριώτες για την Ευρώπη για να εξασφαλίσουν την ψήφιση της νομοθεσίας.
Ο Ντέιβιντ Κλάιμαν σχολίασε:
«Η ομάδα των Σοσιαλιστών παραδοσιακά είναι πιο επικριτική απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως όταν επιχειρούν να επιβάλουν τη θέση τους στην ΕΕ. Είναι γενικά πιο επιφυλακτικοί από το διατλαντικό φιλοαμερικανικό μπλοκ του ΕΛΚ, που θέλει να διατηρήσει την εμπορική ανακωχή.»
Το ΕΛΚ, η πολιτική οικογένεια της φον ντερ Λάιεν, στηρίζει σε γενικές γραμμές τη συμφωνία, αλλά έχει επίσης εκφράσει ορισμένες επιφυλάξεις.
Ο Γέργκεν Βάρμπορν, εισηγητής του ΕΛΚ για θέματα εμπορικής πολιτικής, δήλωσε:
«Στηρίζω τις προσπάθειες της Επιτροπής για να διασφαλίσει προβλεψιμότητα στο εμπόριο με έναν από τους σημαντικότερους εταίρους μας — όμως έχω ανησυχίες σχετικά με το αν η συμφωνία συνάδει με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), και αυτό ακριβώς αναλύω αυτή τη στιγμή.»
Με πληροφορίες από POLITICO