Από αντάρτες σε διπλωμάτες: οι Ταλιμπάν, που επί δύο δεκαετίες πολέμησαν τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου, χρειάστηκαν μόλις τέσσερα χρόνια για να σπάσουν την απομόνωσή τους.
Από τον Αύγουστο του 2021, όταν κατέλαβαν την εξουσία, η Δύση αρνήθηκε να τους αναγνωρίσει επισήμως. Όμως η εικόνα αλλάζει ραγδαία, όπως επισημαίνει σε ρεπορτάζ του ο Economist.
Η αναγνώριση
Τον Ιούλιο η Ρωσία έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε επίσημα το καθεστώς, υψώνοντας τη σημαία του «Ισλαμικού Εμιράτου» στην πρεσβεία της Μόσχας. Ακολούθησε στις 20 Αυγούστου τριμερής συνάντηση με Κίνα και Πακιστάν, δείγμα ότι η «επιστροφή» των Ταλιμπάν δεν είναι πλέον σενάριο αλλά πραγματικότητα.
Παρά τις διεθνείς πιέσεις, η απαγόρευση εκπαίδευσης κοριτσιών, η απουσία γυναικών από την εργασία και η ασφυκτική επιτήρηση της καθημερινότητας συνεχίζονται.
Ωστόσο, τουλάχιστον 15 χώρες –μεταξύ τους Κίνα, Ρωσία, Ιράν και κράτη του Κόλπου– διατηρούν πλέον πρεσβευτές στην Καμπούλ. Επιχειρηματικές συμφωνίες με κινεζικές, τουρκικές και ιρανικές εταιρείες δείχνουν ότι το χρήμα υπερισχύει των «δυτικών διαλέξεων για τα δικαιώματα των γυναικών».

Δυτικοί ελιγμοί και «παζάρια» για μετανάστες
Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ισορροπούν ανάμεσα στη μη αναγνώριση και στη συνεργασία. Η Βρετανία όρισε ειδικό απεσταλμένο που συναντά Ταλιμπάν, η ΕΕ διατηρεί γραφείο στην Καμπούλ, ενώ η Γερμανία αποδέχτηκε Ταλιμπάν διπλωμάτες για να συντονίσει απελάσεις Αφγανών.
Ακόμη και η Ουάσιγκτον, που διατηρεί περίπου 15.000 Αφγανούς μετανάστες χωρίς χαρτιά, αντάλλαξε κρατούμενους με το καθεστώς και ήρε επικηρύξεις κορυφαίων στελεχών του.
Ένα καθεστώς που αντέχει
Παρά τις προβλέψεις για κατάρρευση, οι Ταλιμπάν διατηρούν τον έλεγχο απέναντι στο τοπικό Ισλαμικό Κράτος. Η έλλειψη αξιόπιστης αντιπολίτευσης, εντός και εκτός Αφγανιστάν, τους κάνει να εμφανίζονται πιο σίγουροι από ποτέ.
Ακόμη και οι περικοπές στη βοήθεια ή οι πιέσεις προσφύγων δεν μοιάζουν ικανές να ανατρέψουν ένα καθεστώς που δηλώνει: «Εσείς έχετε τα ρολόγια, εμείς έχουμε τον χρόνο».