Ολα τα βλέμματα του κόσμου είναι στραμμένα σήμερα σε μια αμερικανική στρατιωτική βάση στο Άνκορατζ της Αλάσκας, όπου στις 22.30 (ώρα Ελλάδος ) συναντώνται ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Οι δύο ηγέτες θα συζητήσουν τον πόλεμο στην Ουκρανία και υπάρχουν πολλές εικασίες για μια πιθανή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.
Ο ίδιος ο Τραμπ, ωστόσο, παραδέχεται πώς δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να αποτύχει η σύνοδος κορυφής. Βλέπει μια πιθανότητα 25% να συμβεί αυτό, όπως δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος στο Fox News Radio.
Για τον Πούτιν, η σύνοδος κορυφής στην Αλάσκα δεν αποτελεί μόνο μια ευκαιρία να σπάσει η διεθνής απομόνωση της Ρωσίας, αλλά και μια δοκιμασία για την ευελιξία της αμερικανικής θέσης. «Το Κρεμλίνο είναι πιθανό να προσπαθήσει να διερευνήσει τα όρια της επίθεσης γοητείας του Τραμπ στο έπακρο – πολιτικά, διπλωματικά και συμβολικά», τονίζουν Αμερικανοί διπλωμάτες.
Μεγάλη χαμένη η Ουκρανία
Όπως και να ‘χει, αν η σύνοδος κορυφής δεν οδηγήσει σε συμφωνία θα είναι χειρότερη για την Ουκρανία από ό,τι για τη Ρωσία.
Η στρατιωτική θέση της Ουκρανίας γίνεται ολοένα και πιο επισφαλής , οι Ρώσοι προελαύνουν και το Κίεβο υποφέρει από έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και εξοπλισμού. «Σε κάθε πόλεμο φθοράς, το μικρότερο κράτος -όπως η Ουκρανία- βρίσκεται σε μειονεκτική θέση με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και αν υποστηρίζεται από μεγαλύτερα κράτη.
Οι ηγέτες της Ουκρανίας μπορεί να μην είναι πρόθυμοι να κάνουν παραχωρήσεις, αλλά η διαπραγματευτική τους θέση συνεχίζει να αποδυναμώνεται», τονίζουν Ευρωπαίοι διπλωμάτες.
Ο Τραμπ είχε επανειλημμένα δηλώσει στο παρελθόν ότι θα μπορούσε να ακολουθήσει μια τριμερής συνάντηση με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι .
Ο Πούτιν, από την άλλη πλευρά, δεν φαίνεται διατεθειμένος να συνομιλήσει με τον Ζελένσκι, αν και έχει δηλώσει πώς θα συμφωνούσε να τον συναντήσει μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Το Μεγάλο Σχέδιο
Το Κρεμλίνο έχει από καιρό εκπονήσει ένα λεπτομερές, ευέλικτα προσαρμόσιμο Μεγάλο Σχέδιο , οι λεπτομέρειες του οποίου είναι γνωστές μόνο σε έναν πολύ στενό κύκλο. Οι βασικές αρχές των αιτημάτων του Πούτιν δεν έχουν πάντως, αλλάξει: καμία ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, στρατιωτική αποδυνάμωση και πολιτική αναδιάρθρωση στο Κίεβο, την οποία το Κρεμλίνο συνεχίζει να αποκαλεί «αποναζιστικοποίηση».
Οι εδαφικές παραχωρήσεις -όπως η ρωσική αποχώρηση από τις περιοχές του Χάρκοβο, του Σούμι ή του Ντνίπρο σε αντάλλαγμα για τα μη κατεχόμενα τμήματα των περιοχών Ντόνετσκ και Λουγκάνσκ- είναι πρωτίστως διαπραγματευτικά χαρτιά για να επιβληθεί η γεωπολιτική «εξουδετέρωση» της Ουκρανίας.
«Εάν το Μεγάλο Σχέδιο αποτύχει, ο πόλεμος είναι πιθανό να συνεχιστεί. Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, οι Αμερικανοί θα αποσυρθούν. Η ευθύνη θα μετατεθεί τότε στους Ευρωπαίους, οι οποίοι θα πρέπει στη συνέχεια και να πολεμήσουν και να πληρώσουν το…μάρμαρο», τονίζουν Ευρωπαίοι διπλωμάτες.
Προετοιμασία για μια δεύτερη συνάντηση
Ταυτόχρονα, ο Τραμπ επανέλαβε πώς θεωρεί την πρώτη συνάντηση με τον Πούτιν στην Αλάσκα πρωτίστως ως προετοιμασία για μια δεύτερη συνάντηση. «Η δεύτερη συνάντηση θα είναι πολύ, πολύ σημαντική—γιατί αυτή θα είναι η συνάντηση όπου θα καταλήξουν σε συμφωνία», είπε ο Τραμπ.
Ο Πούτιν δήλωσε επίσης μέσω του εκπροσώπου του, Ντμίτρι Πεσκόφ, ότι είναι απίθανο να υπάρξει κάποιο επίσημο έγγραφο μετά την πρώτη συνάντηση στην Αλάσκα.
Σύμφωνα με τον προεδρικό σύμβουλο του Πούτιν, Γιούρι Ουσάκοφ, η σύνοδος κορυφής θα ξεκινήσει με μια κατ’ ιδίαν συνάντηση μεταξύ των δύο αρχηγών κρατών, ακολουθούμενη από μια συνάντηση αντιπροσωπειών, που η καθεμιά θα αποτελείται από πέντε εκπροσώπους.
Η σύνθεση της αντιπροσωπείας της Μόσχας καταδεικνύει πάντως πόσο σοβαρά λαμβάνουν οι Ρώσοι τη συνάντηση: τον πρόεδρο Πούτιν θα συνοδεύσουν στην Αλάσκα: ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ο υπουργός Οικονομικών Άντον Σιλουάνοφ, ο υπουργός Άμυνας Αντρέι Μπελούσοφ, ο επικεφαλής του Ρωσικού Ταμείου Άμεσων Επενδύσεων (RDIF) και ειδικός εκπρόσωπος για επενδύσεις και οικονομική συνεργασία Κίριλ Ντμιτρίεφ, και ο προεδρικός σύμβουλος Γιούρι Ουσάκοφ. Αυτή η ομάδα υψηλού προφίλ εξυπηρετεί τον σκοπό της ολοκληρωμένης εκπροσώπησης των συμφερόντων της Ρωσίας από διαφορετικές πολιτικές και οικονομικές οπτικές γωνίες.
Οικονομική συνεργασία
Το Κρεμλίνο έχει ήδη επιβεβαιώσει ότι, εκτός από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα συζητήσουν τη «διμερή οικονομική συνεργασία» και ζητήματα παγκόσμιας ασφάλειας. Σύμφωνα με τον Γιούρι Ουσάκοφ, η Μόσχα βλέπει «τεράστιο, ανεκμετάλλευτο δυναμικό για εμπορική και οικονομική συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, κατονόμασε επίσης τους πιθανούς στόχους για τη συνάντηση. «Οι εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία αποτελούν κεντρικό θέμα των ειρηνευτικών συνομιλιών», δήλωσε ο Ρούμπιο.
Ο Πούτιν επίσης, άνοιξε την πόρτα σε μια συμφωνία για τα πυρηνικά όπλα μεταξύ των δύο δυνάμεων. Ο Ρώσος πρόεδρος μίλησε μάλιστα για τις «αρκετά ενεργητικές και ειλικρινείς προσπάθειες» της κυβέρνησης Τραμπ.
Σύμφωνα με τον Πούτιν, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν μακροπρόθεσμες συνθήκες για ειρήνη στην Ευρώπη και στον κόσμο στο σύνολό του, με τον έλεγχο των στρατηγικών πυρηνικών όπλων , να περνά στην επόμενη φάση.
Ο τομέας των πυρηνικών όπλων είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτος μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, επειδή οι διμερείς Συνθήκες έχουν λήξει ή έχουν τερματιστεί.
Οι «παγωμένες» ρωσικές καταθέσεις
Ενώ οι ηγέτες της ΕΕ και ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι μιλούν κυρίως για εδάφη τις τελευταίες ημέρες, οι Ρώσοι έχουν ζητήσει ένα άλλο ζήτημα να αποτελέσει την κορυφαία προτεραιότητα των διαπραγματεύσεων: Τι θα γίνει με τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια των ρωσικών καταθέσεων σε ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα που έχουν «παγώσει» μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Ο ειδικός αναλυτής με έδρα τις Βρυξέλλες, Γκίλμπερτ Ντόκτοροου, επεσήμανε ότι όλες οι πλευρές κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να κρατήσουν το ζήτημα μυστικό. Για τον Ντόκτοροου, «τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια είναι το κρίσιμο σημείο οποιασδήποτε πιθανής συμφωνίας».
Η συζήτηση σχετικά με τη χρήση των παγωμένων ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων έχει αποκτήσει δυναμική από την εποχή της πρώτης αμερικανο-ρωσικής συνάντησης στο Ριάντ, με την εμφάνιση διαφόρων προτάσεων. Ένα αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη χρήση μέρους των κεφαλαίων για την ανοικοδόμηση των ουκρανικών εδαφών που κατέχονται επί του παρόντος από τη Ρωσία. Αυτό ουσιαστικά θα σήμαινε την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων στη Μόσχα, την οποία το Κίεβο απορρίπτει κατηγορηματικά.Από την έναρξη του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου 2022, οι Ουκρανοί εκπρόσωποι απαιτούν την πλήρη μεταφορά αυτών των κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της πολεμικής προσπάθειας και την αποζημίωση για τις ζημιές του πολέμου, ενώ τα κράτη της G7 τονίζουν ότι τα κεφάλαια θα παραμείνουν παγωμένα μέχρι η Ρωσία να πληρώσει για τις ζημιές που προκλήθηκαν.
Διεθνές Ταμείο Αποζημιώσεων
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος των παγωμένων αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας, φέρεται να υποστηρίζει την ιδέα ενός διεθνούς ταμείου αποζημιώσεων. Αυτό το ταμείο θα μπορούσε να επαναφέρει την ΕΕ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να τη σώσει από το να χάσει το κύρος της.
Εάν η ΕΕ και η Ουκρανία συμφωνήσουν σε αυτήν την προσέγγιση, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας θα μπορούσαν σύντομα να ξεκινήσουν. Μια αμερικανική εταιρεία θα μπορούσε στη συνέχεια να αγοράσει τον αγωγό Nord Stream 2 και να πουλήσει ρωσικό φυσικό αέριο στους Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με την βρετανική Telegraph, Ευρωπαίοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι βλέπουν την ανάγκη για ένα άνοιγμα σε οικονομικά κίνητρα προς τη Μόσχα, αλλά τονίζουν ότι αυτά «δεν πρέπει να εκληφθούν ως ανταμοιβή για τον Πούτιν».
Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, είναι εάν μια τέτοια προσφορά μπορεί πραγματικά να πείσει το Κρεμλίνο να αλλάξει πορεία ή εάν απλώς επιβεβαιώνει τον ρωσικό υπολογισμό ότι οι στρατιωτικές κατακτήσεις μπορούν να μετατραπούν σε οικονομικό κέρδος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Τι θα «πουλήσει» ο Τραμπ στον Πούτιν
Ευρωπαίοι διπλωμάτες τονίζουν ότι ο Τραμπ «επιδιώκει ένα διαπραγματεύσιμο πακέτο που θα μπορούσε να πουληθεί στον Πούτιν ως νίκη, χωρίς η Δύση να χρειαστεί να κάνει επίσημες εδαφικές παραχωρήσεις. Πολιτικά, ωστόσο, αυτή η προσέγγιση ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Αφενός, θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με οικονομική αναγνώριση του ρωσικού ελέγχου επί των κατεχόμενων εδαφών. Αφετέρου, θα χαλάρωνε επιλεκτικά το διεθνές καθεστώς κυρώσεων, εγκαταλείποντας έτσι ένα βασικό μέσο πίεσης, χωρίς η Μόσχα να χρειαστεί να εγκαταλείψει τους πολεμικούς της στόχους».
Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας θα είναι ο βαθμός στον οποίο ο Λευκός Οίκος είναι πρόθυμος να υποτάξει τα ευρωπαϊκά και ουκρανικά συμφέροντα , στο βωμό της προσέγγισης με τη Ρωσία.
Στην τηλεδιάσκεψη με τους σημαντικούς Ευρωπαίους εταίρους την παραμονή της συνόδου της Αλάσκας, ο Τραμπ εξέφρασε την υποστήριξή του για «εγγυήσεις ασφαλείας» για την Ουκρανία.
Το Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο εξέφρασαν την ικανοποίησή τους , αλλά θα συνεχίσουν να εργάζονται για μια «συμμαχία των προθύμων» που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός ακόμη και χωρίς άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ.