Skip to main content

Οι επιλεκτικές αποτυχίες του Ντόναλντ Τραμπ – Γιατί έχει σταματήσει τρεις συγκρούσεις αλλά αποτυγχάνει στην Ουκρανία και τη Γάζα

REUTERS/Vyacheslav Madiyevskyy

Οι τρεις παράγοντες που εξηγούν τις μέτριες επιδόσεις του Αμερικανού προέδρου στον τερματισμό των συγκρούσεων που μαίνονται στον κόσμο

Εβδομάδα σημαντικών αποφάσεων, σχετικά με την αμερικανική πολιτική στον πόλεμο της Ουκρανίας, περιμένει τον Ντόναλντ Τραμπ, εκτός κι αν ο Βλαντίμιρ Πούτιν αλλάξει ριζικά στάση τις επόμενες ημέρες- κάτι που δεν αναμένεται να δούμε.

Εφόσον δεν αλλάξει κάτι, ο Αμερικανός πρόεδρος θα κληθεί να αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι όσον αφορά το ύψος της οικονομικής, σε επίπεδο πληροφοριών, διπλωματικής και στρατιωτικής υποστήριξης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ουκρανία. Κι αυτό γιατί ο Τραμπ «κούρεψε» το διάστημα που άφησε περιθώριο στην Ρώσο ομόλογό του να βάλει τέλος στον πόλεμο επί ποινή ακόμη σκληρότερων κυρώσεων στη Μόσχα.

Το τελεσίγραφο λήγει πλέον σε δέκα ημέρες και μένει να δούμε εάν ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα προχωρήσει στην υλοποίηση των απειλών του, ανακοινώνοντας σαρωτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και δευτερογενείς κυρώσεις κατά των χωρών που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, οι οποίες θα μπορούσαν να φτάσουν έως και το 100%.

Εξίσου περιορισμένη ήταν η πρόοδος που σημειώθηκε και στο άλλο σημαντικό έργο της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ: τον τερματισμό του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας, όπου εκτυλίσσεται μία δίχως προηγούμενο ανθρωπιστική καταστροφή. Εδώ είχαμε μία σχετική μετατόπιση του Τραμπ καθώς αναγνώρισε ότι οι κάτοικοι της Γάζας βρίσκονται αντιμέωτποι με πραγματικό κίνδυνο λιμοκτονίας.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι και στα δύο αυτά «καυτά» μέτωπα οι προσπάθειές του να μεσολαβήσει και να τερματίσει τη βία δεν έχουν αποδώσει καρπούς. Μάλιστα στην περίπτωση της Γάζας μάλλον επιδείνωσε την κατάσταση, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα και πρόεδρο του Eurasia Group, Ιαν Μπρέμερ.

Βέβαια, δεν έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειες του Τραμπ να σταματήσει τις βίαιες συγκρούσεις σε άλλα μέρη του κόσμου.

  • Η αμερικανική κυβέρνηση μεσολάβησε για την εκεχειρία μεταξύ της Ρουάντα και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, την οποία υπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών στην Ουάσινγκτον στις 27 Ιουνίου.
  • Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ισχυρίστηκε επίσης ότι βρίσκεται πίσω από την εκεχειρία μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν τον Μάιο, μετά από αρκετές ημέρες σφοδρών μαχών μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων, αφορμή για την έναρξη των οποίων στάθηκε μία τρομοκρατική επίθεση στο υπό ινδική διοίκηση Κασμίρ από μια ομάδα ανταρτών που υποστηρίζεται από το Πακιστάν.

Πάντως, με τις σχέσεις ΗΠΑ και Ινδίας να έχουν μπει στον «πάγο» το τελευταίο διάστημα, ο Ινδός πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι αρνήθηκε ότι ο Τραμπ διαπραγματεύτηκε την ειρήνη με το Πακιστάν, λέγοντας πως κανένας ξένος ηγέτης δεν ζήτησε από το Νέο Δελχί να τερματίσει τις εχθροπραξίες.

  • Ένα τηλεφώνημα του Τραμπ τήρε το αδιέξοδο στις προσπάθειες να τεθεί τέλος στις πιο σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στην Ταϊλάνδη και την Καμπότζη για πάνω από μία δεκαετία, οδηγώντας σε κατάπαυση του πυρός.  Μετά την ανακοίνωση της εκεχειρίας, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λίβιτ έγραψε σε ανάρτηση στην πλατφόρμα X πως ήταν ο Τραμπ που την έκανε να συμβεί. «Δώστε του το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης», είχε πει τότε.

Όλες αυτές οι συμφωνίες έχουν τηρηθεί, μέχρι στιγμής. Αντίθετα, η εκεχειρία που συμφωνήθηκε στον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς στη Γάζα, στην οποία συνέβαλε ο Τραμπ τον Ιανουάριο, προτού καν ακόμη ορκιστεί πρόεδρος, κατέρρευσε τον Μάρτιο και έκτοτε οι συγκρούσεις έχουν κλιμακωθεί. Μια πολύ μικρής διάρκειας εκεχειρίας δε στην Ουκρανία τον Απρίλιο δεν αξίζει καν να ονομάζεται εκεχειρία δεδομένων των αμέτρητων παραβιάσεων που πραγματοποιήθηκαν.

Υπάρχουν τρεις παράγοντες που μπορούν να εξηγήσουν αυτές οι ανάμεικτες επιδόσεις του Τραμπ στις ειρηνευτικές του προσπάθειες, σύμφωνα με τον καθηγητή Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, Στέφαν Βολφ.

1. Μπορεί αλλά θέλει;

Πρώτον, ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι πιο πιθανό να πετύχει να σταματήσει τις μάχες όπου έχει τη δύναμη της επιρροής και παράλληλα είναι πρόθυμος να τη χρησιμοποιήσει για να αναγκάσει ξένους ηγέτες να υποκύψουν στη θέλησή του. Για παράδειγμα, ο Τραμπ ήταν πολύ σαφής ότι δεν θα υπάρξουν εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Ταϊλάνδη ή την Καμπότζη «μέχρι να σταματήσουν οι μάχες».

Η κρίσιμη διαφορά, μέχρι στιγμής, με την κατάσταση στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας, όπως εξηγεί ο καθηγητής, είναι ότι ο Τραμπ έχει χρησιμοποιήσει την επιρροή του μόνο στον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Από την άλλη, η απειλή κυρώσεων κατά της Ρωσίας δεν έχει πιέσει τον Πούτιν προκειμένου να αποδεχτεί οποιαδήποτε συμφωνία του προσφέρει ο Τραμπ. Οι απειλές του Τραμπ -τις οποίες δεν υλοποίησε ποτέ- δεν απέδωσαν ούτε τον Ιανουάριο ή τον Μάιο. Και όπως φαίνεται από τις αντιδράσεις του Κρεμλίνου στο τελευταίο τελεσίγραφο του Λευκού Οίκου, δεν αναμένεται να δούμε αλλαγή στη στάση του Πούτιν.

2. Οι επιπλοκές στα αμερικανικά συμφέροντα

Ένας δεύτερος παράγοντας που μπορεί να εξηγήσει γιατί ο Τραμπ τα κατάφερε σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά σε άλλες όχι, είναι το επίπεδο πολυπλοκότητας των εμπλεκόμενων αμερικανικών συμφερόντων. Όσον αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία και το Ισραήλ, διακυβεύονται πολύ περισσότερα για τον Τραμπ.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ εξακολουθεί να φαίνεται πρόθυμος να κλείσει μια μεγάλη συμφωνία με τη Ρωσία και την Κίνα, βάσει της οποίας η Ουάσινγκτον, το Πεκίνο και η Μόσχα θα συμφωνήσουν να αναγνωρίσουν και να μην παρεμβαίνουν στις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής τους. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τον δισταγμό του μέχρι στιγμής να υλοποιήσει τις απειλές του προς τον Πούτιν, τονίζει ο καθηγητής.

Ομοίως, τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή -είτε πρόκειται για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είτε για τις σχέσεις με τους συμμάχους της Αμερικής στον Κόλπο- έχουν ασκήσει πιέσεις στη συμμαχία με το Ισραήλ. Ο Τραμπ πρέπει παράλληλα να σταθμίσει προσεκτικά τον αντίκτυπο οποιασδήποτε κίνησης εναντίον ή υπέρ του Ισραήλ στην εγχώρια βάση υποστήριξής του.

Αντιθέτως, στη συμφωνία που μεσολάβησε ο Τραμπ μεταξύ της Ρουάντα και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, τα ζητήματα που διακυβεύονταν ήταν πολύ πιο απλά: η πρόσβαση των Αμερικανών επενδυτών στον ορυκτό πλούτο της ανατολικής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Μόλις λίγες μέρες μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ αναγνώρισε ότι η σύγκρουση ήταν ένα «πολύ σοβαρό πρόβλημα». Ο πρόεδρος του Κονγκό, Φέλιξ Τσισεκέντι, απάντησε προσφέροντας στις ΗΠΑ πρόσβαση στα ορυκτά με αντάλλαγμα την άσκηση πίεσης προς τη Ρουάντα για να κλειστεί συμφωνία που θα τερματίσει την εισβολή και θα σταματήσει να υποστηρίζει ένοπλες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα.

3. Δεν θέλει κόπο

Αυτό οδηγεί στον τρίτο παράγοντα που έχει επιτρέψει την επιτυχία του Τραμπ σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις: οι πιο απλές καταστάσεις είναι πιο εύκολο να επιλυθούν. Η Ταϊλάνδη και η Καμπότζη και η Ινδία και το Πακιστάν μπορούν να επιστρέψουν στην κατάσταση που ήταν πριν από τις πρόσφατες εχθροπραξίες τους. Αν και οι συμφωνίες δεν επιλύουν κανένα από τα ζητήματα που οδήγησαν στις συγκρούσεις τους, ωστόσο, επαναφέρει τις σχέσεις τους σε κάποια μορφή μη βίαιης σταθερότητας.

Αυτές οι συμφωνίες θεωρείται ότι είναι προς το συμφέρον των εμπλεκομένων μερών αν το δούμε και από μία άλλη οπτική. Όλα τα μέρη είχαν την ευκαιρία να κάνουν τις δηλώσεις τους, να δείξουν τις διαθέσεις τους και αλλά και να δηλώσουν τι θα ανεχθούν και τι όχι από την άλλη πλευρά. Η προσπάθεια έτσι έναν εξωτερικό διαμεσολαβητή για τον τερματισμό των συγκρούσεων που ούτως ή άλλως επιθυμούν οι εμπόλεμες πλευρές – για να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση – είναι κατά συνέπεια αρκετά περιορισμένη.

Από την άλλη, η επίτευξη οποιουδήποτε είδους σταθερότητας στην Ουκρανία ή στη Μέση Ανατολή απαιτεί πολλή προσπάθεια και προσοχή στις λεπτομέρειες. Αυτές οι συγκρούσεις βρίσκονται σε ένα στάδιο στο οποίο η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση δεν είναι προς το συμφέρον των μερών ή των εξωτερικών υποστηρικτών τους. Η ώθηση των αντιμαχόμενων μερών στην πορεία προς τη συμφωνία υπό τέτοιες συνθήκες απαιτεί μια καλά σχεδιασμένη διαδικασία, η οποία απουσιάζει στην περίπτωση της Ουκρανίας και αποτυγχάνει στην περίπτωση της Γάζας, εκτιμάει ο Βολφ, σημειώνοντας ότι υπάρχουν «αμερικανικοί» παράγοντες που δυσκολεύουν αυτές τις διαδικασίες.

Όπως εξηγεί, οι αμερικανικές προσπάθειες δεν είναι αρκετές. Λόγω των περικοπών χρηματοδότησης και προσωπικού, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, καλείται εκτελεί πλέον πολλαπλούς ρόλους. Την ίδια ώρα, ο Τραμπ βασίζεται σε απεσταλμένους με τους οποίους έχει προσωπικές σχέσεις αλλά χωρίς αρκετή εμπειρία και γνώσεις στην εξωτερική πολιτική. Και φυσικά επιμένει να έχει ο ίδιος τον τελευταο λόγο λαμβάνοντας όλες τις αποφάσεις.

«Αυτό τελικά υποδηλώνει ότι ο Λευκός Οίκος μπορεί απλώς να μην έχει το εύρος ζώνης για το επίπεδο εμπλοκής που θα ήταν απαραίτητο για την επίτευξη συμφωνίας στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή», καταλήγει ο καθηγητής κάνοντας λόγο για μια χαμένη ευκαιρία.