«Δεν είναι η αμαρτία που σε βάζει σε μπελάδες, αλλά η συγκάλυψη». Αυτό είναι το σχόλιο του Economist για την προσπάθεια να μείνει κρυφή μία από τις σοβαρότερες διαρροές ασφαλείας στην ιστορία της Βρετανίας.
Πώς ήρθε τελικά στο φως; Όχι χάρη σε μία πρωτοβουλία της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά χάρη στη Δικαιοσύνη. Στις 15 Ιουλίου, ο δικαστής Σερ Μάρτιν Τσάμπερλεϊν αποφάσισε ότι η υπερ-απαγόρευση δημοσιοποίησης (super-injunction) που είχε επιβληθεί το 2023 για τη συγκάλυψη της διαρροής – αλλά και των συνεπειών της – δεν δικαιολογείται πλέον. Όπως είπε, η νομική βάση για τη συνέχισή της έχει «θεμελιωδώς καταρρεύσει» και δεν υπάρχει «καμία εύλογη αιτιολόγηση» για να διατηρηθεί.
Ήταν η πρώτη φορά που επιβλήθηκε super-injunction από το ίδιο το βρετανικό κράτος. Και τώρα τόσο οι Συντηρητικοί όσο και οι Εργατικοί καλούνται να εξηγήσουν γιατί κράτησαν επτασφράγιστο μυστικό για 683 ημέρες όχι μόνο τη διαρροή, αλλά και ένα μυστικό κυβερνητικό σχέδιο μετεγκατάστασης χιλιάδων Αφγανών στη Βρετανία. Ας δούμε όμως ποια είναι ακριβώς η υπόθεση αυτή, που προκαλεί αναταράξεις στη Βρετανία.
Η διαρροή
Η διαρροή έγινε τον Φεβρουάριο του 2022, όταν ένας πεζοναύτης αποκάλυψε κατά λάθος τα ονόματα και τα στοιχεία επικοινωνίας σχεδόν 19.000 Αφγανών που είχαν βοηθήσει τις βρετανικές δυνάμεις κατά των Ταλιμπάν και αργότερα ζήτησαν άσυλο. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται τώρα ότι η διαρροή προσέθεσε 850 εκατ. λίρες στο κόστος μετεγκατάστασης, αν και στο δικαστήριο είχε επικαλεστεί κόστος πολλών δισεκατομμυρίων.
Ο τότε υπουργός Άμυνας, Μπεν Γουάλας, είχε ζητήσει δικαστική παρέμβαση για περιορισμό της δημοσίευσης μόλις για τέσσερις μήνες, ώστε να προστατευθούν οι εκτεθειμένοι Αφγανοί. Τελικά η εντολή σιωπής κράτησε 22 μήνες, πέρασε από δύο διαφορετικές κυβερνήσεις και δεν ανακλήθηκε, παρά τις επανειλημμένες ευκαιρίες, σύμφωνα με τον Economist.
Το τίμημα της σιωπής
Tο πόρισμα ανεξάρτητης έρευνας δείχνει ότι η παρουσία κάποιου στη λίστα των διαρροών δεν αποδείχθηκε μοιραία, όπως είχε φοβηθεί το υπουργείο Άμυνας. Ενδεχομένως, δεν υπήρξε ποτέ υπαρξιακή απειλή. Αντίθετα, το να κρατηθεί μυστική η διαρροή, μπορεί να έθεσε σε κίνδυνο ανθρώπους που δεν είχαν λάβει έγκριση για άσυλο και παρέμεναν εκτεθειμένοι στο Αφγανιστάν.
Ο ίδιος ο δικαστής Τσάμπερλεϊν είχε αποφασίσει ήδη πριν έναν χρόνο ότι η απαγόρευση έπρεπε να αρθεί. Η κυβέρνηση, ωστόσο, άσκησε έφεση και την ανέτρεψε, παρατείνοντας τη σιωπή.
Η απόφαση να αποκλειστούν το Κοινοβούλιο, τα μέσα ενημέρωσης και η κοινή γνώμη από ένα τόσο σοβαρό θέμα εθνικής ασφάλειας και μεταναστευτικής πολιτικής δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο, προειδοποιεί ο Economist. Στις δημοκρατίες, δύσκολες αποφάσεις που αφορούν δημόσιο χρήμα και ανθρώπινες ζωές πρέπει να λαμβάνονται υπό δημόσιο έλεγχo και όχι στο σκοτάδι.
Κραδασμοί εμπιστοσύνης
Ούτε η πολυπλοκότητα ούτε ο κίνδυνος αποτελούν άλλοθι, υποστηρίζει ο Economist. Η συνειδητή επιλογή διαδοχικών κυβερνήσεων να παρακάμψουν τους θεσμούς της διαφάνειας ενισχύει τη δυσπιστία των πολιτών, η οποία ήδη κινείται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο δικαστής, το κατά πόσον το υπουργείο Άμυνας υπερέβαλε στους φόβους του για τις επιπτώσεις της διαρροής «είναι ζήτημα που εναπόκειται σε άλλους να κρίνουν». Αυτοί οι «άλλοι» —το Κοινοβούλιο, οι δημοσιογράφοι, η κοινωνία— έχουν επιτέλους την ευκαιρία να δουν την πλήρη εικόνα. Και η ετυμηγορία τους δεν αναμένεται επιεικής.