Skip to main content

Οι αδερφοφάδες της Μιανμάρ – Δύο αδέρφια σε διαφορετικά στρατόπεδα στον εμφύλιο πόλεμο

Η αιματηρή σύγκρουση έχει διαλύσει πολλές οικογένειες στη Μιανμάρ τα τελευταία τέσσερα χρόνια

Η Μιανμάρ έχει βιώσει δεκαετίες συγκρούσεων και καταπιεστικής στρατιωτικής διακυβέρνησης από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία το 1948.

Σήμερα και για πάνω από τέσσερα χρόνια, η χώρα βρίσκεται στο έλεος ενός αιματηρού εμφύλιου πολέμου που έχει αφήσει δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εκτοπισμένους.

Η σύγκρουση, που στην ουσία ξεκίνησε λίγο μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου 2021, διαλύει ολόκληρη τη χώρα.

Το πραξικόπημα προκάλεσε την έντονη αντίδραση των πολιτών που βγήκαν μαζικά στους δρόμους σε όλη τη χώρα. Ο στρατός όμως απάντησε ασκώντας βία και ξεκινώντας να συλλαμβάνει όποιον εκφραζόταν επικριτικά για την διακυβέρνησή του. Σε απάντηση, πολλοί πολίτες εντάχθηκαν στις λεγόμενες δυνάμεις άμυνας του λαού για να πολεμήσουν εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος.

Αρκετές εθνοτικές ένοπλες ομάδες, οι οποίες αγωνίζονται εδώ και χρόνια για ανεξαρτησία, άρχισαν επίσης να πολεμούν ενάντια στον στρατό.

Ως αποτέλεσμα στη Μιανμάρ υπάρχουν εκατοντάδες ένοπλες ομάδες που συμμετέχουν σε δεκάδες διαφορετικές μάχες στη χώρα. Οι στόχοι αυτών των ομάδων, και ο βαθμός στον οποίο συντονίζονται, ποικίλλουν. Οι μάχες έχουν εξαπλωθεί σε μεγάλο μέρος της χώρας, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων του κέντρου, όπου σπάνια είχαν υπάρξει συγκρούσεις τις προηγούμενες δεκαετίες.

Το προσωπικό δράμα

Δημοσίευμα των New York Times παρουσιάζει μια περίπτωση που σπανίζει, ακόμη και για μια χώρα όπου οι πολλές οικογένειες έχουν μαχητές και στις δύο πλευρές: δύο αδέρφια που βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Πρόκειται για τον 38χρονο δεκανέα Thein Htay Aung του στρατού της Μιανμάρ και τον 30χρονο αδερφό του, Ko Tike Moung, επαναστάτη μαχητή.

Τα αδέρφια συναντήθηκαν σε μια δύσκολη στιγμή όταν αντάρτες επιτίθεντο στη βάση του Thein Htay Aung την ώρα που στρατιωτικό ελικόπτερο έριχνε τρόφιμα και πυρομαχικά για το τάγμα του. Ένα πακέτο έπεσε έξω από τα τείχη της φρουράς, και ο ίδιος διατάχθηκε να πάει να το παραλάβει.

Ωστόσο, οι αντάρτες έφτασαν πρώτοι εκεί και αιχμαλώτισαν τον 38χρονο στρατιώτη και τους τέσσερις άλλους που ήταν μαζί του, παίρνοντας φυσικά μαζί τους το ρύζι, τα νουντλς, τα τσιγάρα και τις σφαίρες του πακέτου.

Με δεμένα τα χέρια τους, οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο των ανταρτών. Ο δεκανέας περίμενε τα χειρότερα. Αντίθετα, σοκαρίστηκε βλέποντας τον μικρό του αδερφό ανάμεσα στους επαναστάτες.

Σε βίντεο των δύο αδελφών που τραβήχτηκε εκείνη την ημέρα, τα χέρια του δεκανέα είναι ακόμα δεμένα και φαίνεται λίγο χαμένος. Ο αδελφός του διακρίνεται να τον αγκαλιάζει. «Αυτή η συνάντηση με κάνει ταυτόχρονα χαρούμενο και λυπημένο», ακούγεται να λέει ο αντάρτης αδερφός. «Παρόλα αυτά, είναι ευτύχημα που είμαστε και οι δύο ζωντανοί και μπορούμε να μιλάμε μεταξύ μας σήμερα».

Ο 38χρονος αιχμαλωτίστηκε από την ομάδα Danu People’s Liberation Army.

Παρά την έλλειψη κεντρικής διοίκησης, οι δυνάμεις της αντίστασης έχουν καταλάβει μεγάλα τμήματα εδάφους, έχουν κατακλύσει πολυάριθμες στρατιωτικές βάσεις και έχουν ελευθερώσει δεκάδες χιλιάδες κρατούμενους της χούντας. Υποστηρίζουν ότι φέρονται στους αιχμαλώτους ανθρώπινα, όπως ορίζει η Σύμβαση της Γενεύης.

Αν και έχουν υπάρξει αναφορές για αντάρτες που εκτελούν αιχμαλώτους πολέμου, σύμφωνα με τους αποστάτες του στρατού, η χούντα καταφεύγει πολύ πιο συχνά στις εκτελέσεις.

Δεν ήθελε να πάει στο στρατό

Ο Thein Htay Aung είναι το τρίτο από έξι παιδιά της οικογένειας και το μεγαλύτερο από δύο αγόρια. Δεν ήθελε να γίνει στρατιώτης.

Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν μικρός. Η μητέρα του έβγαζε τα προς το ζην πουλώντας φρούτα και λαχανικά στην πόλη Μπουνταλίν στην κεντρική Μιανμάρ. Ο ίδιος εγκατέλειψε το σχολείο μετά την τέταρτη δημοτικού. Ο αδελφός του κατάφερε να φτάσει ως την όγδοη τάξη.

Όταν ήταν 18 ετών, έμεινε έξω μέχρι αργά ένα βράδυ. Στρατιώτες τον άρπαξαν από τον δρόμο, τον πέταξαν σε ένα φορτηγό και τον οδήγησαν σε ένα στρατιωτικό στρατόπεδο 80 μίλια μακριά. Εκεί, τον ανάγκασαν να καταταγεί.

Όταν τον πήραν στον στρατό, η μητέρα και τα αδέλφια του τον αναζητούσαν αλλά πέρασαν τρία χρόνια πριν λάβουν μια επιστολή από αυτόν που τους ενημέρωνε ότι είχε στρατολογηθεί με τη βία και είχε τοποθετηθεί σε μια βάση στην πόλη Ναούνγκ Τσο.

Λίγα χρόνια αργότερα, η μητέρα του και τα δύο μικρότερα αδέρφια του μετακόμισαν εκεί για να είναι κοντά του. Ο αδερφός του ήταν τότε περίπου 15 ετών.

Λιποτάκτησε δύο φορές, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αλλά συνελήφθη ξανά και τις δύο φορές, περνώντας συνολικά ένα χρόνο στη φυλακή, όπου ξυλοκοπήθηκε ως τιμωρία. Συχνά του δίνονται εντολές να πολεμήσει εναντίον ένοπλων εθνοτικών ομάδων που ο στρατός πολεμά για χρόνια και αναζητά συνεχώς μια ευκαιρία να παραδοθεί χωρίς να σκοτωθεί. Τελικά, πέρασε 20 χρόνια, και ολόκληρη την ενήλικη ζωή του, στον στρατό. Είχε να μιλήσει με τον αδερφό του από το τελευταίο στρατιωτικό πραξικόπημα. Τότε ο μικρός του αδερφός συμμετείχε στις διαμαρτυρίες και τον παρακάλεσε να λιποτακτήσει από τον στρατό και να μπει στην αντίσταση. Η μητέρα τους τον παρότρυνε επίσης να αλλάξει στρατόπεδο αλλά ο ίδιος αρνήθηκε.

Όταν ο Ko Tike Moung έφυγε για την ένοπλη δράση, η μητέρα τους του είπε: «Αν ποτέ συναντήσεις τον αδερφό σου στη μάχη, κάνε ό,τι πρέπει».