Skip to main content

Economist: Πώς η Ευρώπη πνίγει την ελευθερία του λόγου – Η ήπειρος των ταμπού και της ιδιότυπης ασυλίας για λίγους

Περίεργοι νόμοι, κατάχρηση εξουσίας και φίμωση στο όνομα της «προστασίας» - Το αποτέλεσμα; Ευνοημένοι οι λαϊκιστές και τα αυταρχικά καθεστώτα

Όταν ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Ντ. Βανς κατηγορεί την Ευρώπη ότι αποτυγχάνει να προστατεύσει την ελευθερία του λόγου, η εύκολη απάντηση είναι να τον χαρακτηρίσει κανείς υποκριτή.

Η κυβέρνηση στην οποία υπηρετεί, όπως σχολιάζει δηκτικά ο Economist, είναι πρόθυμη να καταστείλει όποιον εκφράζει απόψεις που δεν εγκρίνει: απελαύνει φοιτητές για τις πολιτικές τους θέσεις, ασκεί πίεση σε ΜΜΕ που την επικρίνουν και εκφοβίζει πανεπιστήμια. Όμως, το γεγονός ότι είναι υποκριτής, δεν σημαίνει πως έχει άδικο, σημειώνει το βρετανικό περιοδικό, υπογραμμίζοντας ότι η Ευρώπη έχει πράγματι πρόβλημα με την ελευθερία της έκφρασης.

Το πρόβλημα αυτό, όπως σημειώνει το βρετανικό περιοδικό, δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένο. Χειρότερη περίπτωση στην Ε.Ε. παραμένει η Ουγγαρία, όπου η κυβέρνηση έχει συντρίψει ή εξαγοράσει τα περισσότερα ανεξάρτητα μέσα. Παράδοξο (ή όχι και τόσο) δε είναι ότι, όπως παρατηρεί ο Economist, το φιλο-τραμπικό κυβερνών κόμμα της Ουγγαρίας ξεφεύγει από τα πυρά του Βανς.

Τα πράγματα έχουν ξεφύγει στη Γερμανία

Άλλες αξιοσημείωτες περιπτώσεις είναι η Γερμανία. Στη Γερμανία, η απαγόρευση της άρνησης του Ολοκαυτώματος είναι ιστορικά δικαιολογημένη. Ωστόσο, ο νόμος που απαγορεύει την προσβολή πολιτικών προσώπων αγγίζει τα όρια της παρωδίας. Πρώην αντικαγκελάριος έχει καταθέσει εκατοντάδες μηνύσεις εναντίον πολιτών—ανάμεσά τους κι εναντίον προσώπου που τον αποκάλεσε ανόητο.

Πρόσφατα, αρχισυντάκτης δεξιάς εφημερίδας καταδικάστηκε σε υψηλό χρηματικό πρόστιμο και επτά μήνες φυλάκιση με αναστολή επειδή ανήρτησε meme στο οποίο η υπουργός Εσωτερικών κρατούσε πινακίδα με τη φράση: «Μισώ την ελευθερία της άποψης».

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Economist, όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εγγυώνται θεωρητικά το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση. Στην πράξη, όμως, η πλειονότητα επιχειρεί να περιορίσει τον λόγο που θεωρεί επιβλαβή. Και αυτό συχνά υπερβαίνει τα όρια που ακόμη και οι κλασικοί φιλελεύθεροι θα θεωρούσαν αποδεκτά, όπως παιδική πορνογραφία ή υποκίνηση βίας.

Στην Ευρώπη, η ελευθερία του λόγου απειλείται ακόμη και όταν προσβάλλει κάποιον ή θεωρείται ψευδής από κάποιον κρατικό αξιωματούχο. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, είναι έγκλημα να προσβάλεις τον βασιλιά· στη Γερμανία, σχεδόν οποιονδήποτε.

Οι νόμοι περί βλασφημίας

Οι νόμοι περί βλασφημίας παραμένουν ενεργοί σε πάνω από δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες. Ολόκληρη η ήπειρος ποινικοποιεί την «ρητορική μίσους»—μια έννοια αόριστη, η οποία διαρκώς επεκτείνεται ώστε να καλύπτει νέες ομάδες.

Στη Φινλανδία, η προσβολή μιας θρησκείας είναι ποινικό αδίκημα, αλλά και η παράθεση εδαφίου της Αγίας Γραφής μπορεί να σε οδηγήσει στο εδώλιο, όπως συνέβη σε βουλευτή που δημοσίευσε απόσπασμα σχετικά με την ομοφυλοφιλία.

30 συλλήψεις ημερησίως στη Βρετανίας

Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι, κατά τον Economist, η στάση των βρετανικών αρχών. Στη Βρετανία  η αστυνομία μπορεί να σε συλλάβει για διαδικτυακή «βαριά προσβλητική» συμπεριφορά.

Η αστυνομία αφιερώνει χιλιάδες ώρες στον έλεγχο διαδικτυακών αναρτήσεων και συλλαμβάνει καθημερινά περίπου 30 άτομα. Ανάμεσά τους, άνδρας που εξαπέλυσε ρατσιστικό παραλήρημα στο Facebook και ζευγάρι που κατηγόρησε το σχολείο της κόρης του.

Αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα

Ο στόχος των νόμων για τη ρητορική μίσους είναι η κοινωνική συνοχή. Αλλά, όπως παρατηρεί το περιοδικό, ελάχιστα στοιχεία αποδεικνύουν ότι επιτυγχάνουν κάτι τέτοιο. Η καταστολή του λόγου ενισχύει τις εντάσεις και τροφοδοτεί τους λαϊκιστές, οι οποίοι καλλιεργούν το αίσθημα πως «δεν μπορείς να πεις αυτό που σκέφτεσαι». Πάνω από το 40% των Βρετανών και των Γερμανών συμμερίζονται πλέον αυτή την άποψη.

Η καχυποψία εντείνεται όταν οι ρυθμιστικές αρχές δείχνουν πολιτική μεροληψία. Στη Γαλλία, ένα συντηρητικό τηλεοπτικό κανάλι τιμωρήθηκε με πρόστιμο 100.000 ευρώ επειδή χαρακτήρισε την άμβλωση «πρώτη αιτία θανάτου στον κόσμο»—μια κοινή θέση μεταξύ των υπερασπιστών της ζωής.

Οι νέοι νόμοι περί διαδικτυακής ασφάλειας, που επιβάλλουν βαριά πρόστιμα σε πλατφόρμες για την ανάρτηση παράνομου περιεχομένου, οδηγούν πολλές από αυτές να διαγράφουν και αμφιλεγόμενο, όχι απαραιτήτως παράνομο, υλικό.

Από το κακό στο χειρότερο

Τα πράγματα, σύμφωνα με τον Economist, ίσως χειροτερέψουν. Οι αόριστοι νόμοι που δίνουν υπερβολικές εξουσίες στους κρατικούς αξιωματούχους είναι «πρόσκληση για κατάχρηση». Η Βρετανία είναι το κακό παράδειγμα: το «κυνήγι» δεν ξεκίνησε με εντολή άνωθεν, αλλά επειδή η αστυνομία διαπίστωσε ότι της άρεσε η νέα εξουσία. Άλλωστε, όπως σχολιάζει δηκτικά το περιοδικό, είναι πιο εύκολο να «συλλάβεις» έναν Instagrammer από έναν κλέφτη· τα στοιχεία είναι μόνο ένα κλικ μακριά.

Η ιδιότυπη ασυλία για λίγους

Όταν ο νόμος απαγορεύει την προσβολή, δημιουργεί και κίνητρο στους πολίτες να προσβάλλονται σκόπιμα, ώστε να εκδικηθούν έναν γείτονα ή να φιμώσουν έναν επικριτή. Όταν κάποιες ομάδες τυγχάνουν προστασίας και άλλες όχι, οι δεύτερες απαιτούν επίσης «ασυλία».

Έτσι γεννιέται μια «κλιμακωτή ιεροποίηση» του δημόσιου λόγου, με ολοένα περισσότερα θέματα να καθίστανται ταμπού. Σύντομα, η δημόσια συζήτηση στραγγαλίζεται. Πώς μπορεί να γίνει σοβαρός διάλογος για τη μετανάστευση, διερωτάται ο Economist, αν η μία πλευρά φοβάται πως η άποψή της μπορεί να οδηγήσει σε… αστυνομική επίσκεψη;

Επειδή αυτά τα επιχειρήματα προβάλλονται έντονα από τη δεξιά, πολλοί φιλελεύθεροι στην Ευρώπη διστάζουν να υπερασπιστούν την ελευθερία του λόγου. Κατά το περιοδικό, αυτό είναι λάθος. Διότι, πρώτον, οι νόμοι που μπορούν να φιμώσουν τη μία πλευρά, μπορούν εξίσου να στραφούν και κατά της άλλης—όπως φάνηκε με τις αυστηρές απαγορεύσεις στις διαδηλώσεις υπέρ της Γάζας στη Γερμανία. Και δεύτερον, επειδή η πίστη στην ελευθερία του λόγου σημαίνει υπεράσπιση και του λόγου που απορρίπτουμε.

Κερδισμένα τα αυταρχικά καθεστώτα

Αν οι δημοκρατίες δεν το πράξουν, χάνουν την αξιοπιστία τους προς όφελος των αυταρχικών καθεστώτων, όπως η Κίνα και η Ρωσία, που διεξάγουν παγκόσμιο πόλεμο επιρροής. «Οι Ευρωπαίοι είναι ελεύθεροι να πουν ό,τι θέλουν για τον Βανς», καταλήγει με νόημα ο Economist, «αλλά δεν θα έπρεπε να αγνοήσουν την προειδοποίησή του. Όταν οι κυβερνήσεις αποκτούν υπερβολικές εξουσίες πάνω στον λόγο, αργά ή γρήγορα θα τις χρησιμοποιήσουν».