Skip to main content

Η Ρωσία μετά τον πόλεμο: Πώς θα σταθεί η Δύση απέναντί της;

REUTERS/Maxim Shemetov

Γιατί η αντιπαράθεση με το Κρεμλίνο δεν μπορεί να συνεχιστεί με τους όρους του χθες

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 άλλαξε το τοπίο της ευρωπαϊκής ασφάλειας και μετέτρεψε τη Ρωσία, στα μάτια της Δύσης, από στρατηγικό ανταγωνιστή σε υπαρξιακή απειλή.

Αλλά τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, με τις γραμμές του μετώπου παγωμένες και τις γεωπολιτικές ισορροπίες σε ρευστότητα, το βασικό ερώτημα δεν είναι πια μόνο πώς τελειώνει ο πόλεμος. Είναι: πώς θα είναι η Ρωσία την επόμενη μέρα — και πώς η Δύση θα επιλέξει να σταθεί απέναντί της.

Ο μετασχηματισμός της Ρωσίας εκ των έσω

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν μόνο στρατιωτική επιχείρηση. Ήταν και μια ριζική πολιτική και κοινωνική αναδιάταξη στο εσωτερικό της Ρωσίας. Το Κρεμλίνο ενίσχυσε τον αυταρχικό του έλεγχο και επένδυσε σε μια νέα αφήγηση εθνικής κινητοποίησης με επίκεντρο την αντιπαράθεση με τη Δύση. Ταυτόχρονα, αναμόρφωσε το οικονομικό μοντέλο της χώρας γύρω από την πολεμική παραγωγή και τη στρατηγική συνεργασία με την Κίνα. Η οικονομία της επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και επάρκεια.

Απο την άλλη η εξάρτηση από την Κίνα αυξάνεται, η πρόσβαση σε τεχνολογίες περιορίζεται, το ανθρώπινο κεφάλαιο φθίνει λόγω μαζικής μετανάστευσης και η κοινωνική κινητικότητα περιορίζεται σε κρατικά ελεγχόμενους μηχανισμούς. Είναι ένα σύστημα που λειτουργεί — αλλά υπό πίεση.

Το δίλημμα της Δύσης

Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη αντέδρασαν αρχικά με εντυπωσιακή ενότητα. Όμως σε βάθος χρόνου είναι σαφές πως η στρατηγική της πλήρους απομόνωσης της Ρωσίας παρουσιάζει αδιέξοδα. Όσο η Μόσχα παραμένει κλεισμένη σε μια σχέση αλληλεξάρτησης με την Κίνα και συνάπτει ad hoc συμμαχίες με κράτη όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, τόσο λιγότερο έλεγχο μπορεί να ασκήσει η Δύση στις μακροπρόθεσμες εξελίξεις.

Η επιθετική ρητορική —ακόμα κι όταν δεν συνοδεύεται από ανάλογες πράξεις— συχνά ενισχύει το αφήγημα του Κρεμλίνου ότι η Δύση δεν θέλει απλώς να περιορίσει τη Ρωσία, αλλά να τη διαλύσει.

Η κυριαρχία αυτής της αφήγησης εμποδίζει κάθε εσωτερική αναθεώρηση πολιτικής και ενισχύει τις σκληρές γραμμές εντός του ρωσικού καθεστώτος.

Ο Τραμπ και τα όρια του πραγματισμού

Ο πρόεδρος Τραμπ προσπαθεί να επανεκκινήσει τη σχέση ΗΠΑ–Ρωσίας, επιδιώκοντας ειρήνη μέσω διαπραγμάτευσης. Όμως ακόμη κι αν επιτευχθεί εκεχειρία, η θεμελιώδης δυσπιστία μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον δύσκολα θα αρθεί. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι μια επόμενη κυβέρνηση στις ΗΠΑ μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Η Ευρώπη, από την πλευρά της, φοβάται ότι θα μείνει μετέωρη.

Η σταδιακή διάρρηξη της διατλαντικής ενότητας —ιδίως αν ο Τραμπ επιλέξει μονομερή άρση κυρώσεων— θα φέρει την Ευρώπη μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις: να διατηρήσει σκληρή στάση ή να αναζητήσει εναλλακτικά σενάρια συνύπαρξης.

Πάντως και η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση – δια στόματος του Μάρκο Ρούμπιο – φαίνεται να έχει δεύτερες σκέψεις.

Μετά τον Πούτιν τι;

Αργά ή γρήγορα, ο Πούτιν θα αποχωρήσει. Το ποιος θα τον διαδεχτεί είναι άγνωστο. Αλλά το βέβαιο είναι ότι η μετάβαση θα δημιουργήσει ρωγμές, αβεβαιότητες —και ευκαιρίες. Ακόμα κι αν ο επόμενος ηγέτης προέρχεται από τον ίδιο κύκλο, θα χρειαστεί να διαχειριστεί μια υπερστρατιωτικοποιημένη οικονομία, μια κοινωνία εξαρτημένη από τον πόλεμο και μια διεθνή θέση που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην Κίνα.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Δύση πρέπει να έχει έτοιμη μια πρόταση: όχι όρους «παράδοσης», αλλά ένα ρεαλιστικό μοντέλο ειρηνικής συνύπαρξης, βασισμένο στον έλεγχο εξοπλισμών, στη μερική επανένταξη σε επιλεγμένα οικονομικά σχήματα και στη διασφάλιση ότι η Ουκρανία δεν θα παραμείνει μόνιμα απειλούμενη.

Πώς μπορεί να μοιάζει αυτή η συνύπαρξη;

Δεν χρειάζεται η Ρωσία να γίνει Δανία. Χρειάζεται όμως ένα πλαίσιο προβλέψιμης συμπεριφοράς. Συμφωνίες τύπου START για στρατηγικά όπλα, δεσμεύσεις αποφυγής κυβερνοεπιθέσεων και χειραγώγησης εκλογών, και –σε βάθος χρόνου– μια επαναδιαπραγμάτευση της ενεργειακής σχέσης με την Ευρώπη, χωρίς την εξάρτηση που υπήρχε πριν το 2022.

Η Δύση μπορεί επίσης να διερευνήσει μορφές οικονομικής εμπλοκής που συνδέονται με την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας: από φορολόγηση ρωσικών εξαγωγών προς την Ευρώπη μέχρι συμμετοχή της Μόσχας σε διεθνή ταμεία υπό όρους. Αυτό δεν σημαίνει «επανορθώσεις», αλλά συμμετοχή σε μια νέα τάξη πραγμάτων.

Όχι σε αιώνια σύγκρουση

Το μεγαλύτερο στρατηγικό λάθος θα ήταν να παγιωθεί η εικόνα πως η Δύση δεν έχει τίποτα να πει στη Ρωσία εκτός από κυρώσεις και τιμωρία. Αυτό ενισχύει τους πιο ακραίους εντός του Κρεμλίνου και καθιστά αδύνατη την εμφάνιση μιας πραγματιστικής πτέρυγας που θα μπορούσε να προτείνει μια εναλλακτική κατεύθυνση.

Αυτό δεν σημαίνει αφέλεια. Σημαίνει διπλωματική πρόβλεψη και στρατηγική ετοιμότητα. Η Ευρώπη δεν μπορεί να σχεδιάζει μόνο για το παρόν. Οφείλει να σκέφτεται τη Ρωσία του αύριο. Και αυτό σημαίνει όχι εφησυχασμός — αλλά και όχι αιώνια σύγκρουση από συνήθεια.