Skip to main content

Ο πόλεμος Ισραήλ – Ιράν δεν τέλειωσε. Αντιθέτως, μόλις άρχισε

EPA/ABEDIN TAHERKENAREH

Οι επιδιώξεις της κάθε πλευράς και γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της κλιμάκωσης - Σε τεντωμένο σχοινί οι ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, επισημαίνει σε ανάλυσή του το Foreign Policy

Στις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Απριλίου, δύο μικρά θαύματα συνέβησαν. Πρώτον, σε μία εντυπωσιακή επίδειξη τεχνικής ικανότητας, το Ισραήλ με τη βοήθεια Βρετανίας, Γαλλίας, Ιορδανίας και ΗΠΑ, αναχαίτισε 170 drones, 120 βαλλιστικούς πυραύλους και 30 πυραύλους Κρουζ που εκτοξεύτηκαν από το Ιράν στο έδαφός του. Δεύτερον, ύστερα από μήνες εν πολλοίς αρνητικής κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης και εντεινόμενης διεθνούς πίεσης, το Ισραήλ απολαμβάνει και πάλι της διεθνούς στήριξης.

Δεδομένης της διπλής αυτής επιτυχίας, ο Τζο Μπάιντεν φέρεται να είπε στον Μπενιαμίν Νετανιάχου: «Έχεις μια νίκη. Δέξου τη νίκη».  Αν και επέλεξε να μην προβεί σε άμεσα, σκληρή αντίποινα, το πρωί της Παρασκευής το Ισραήλ πραγματοποίησε την αντεπίθεσή του, εξουδετερώνοντας την αεράμυνα σε αεροπορική βάση του Ιράν, στο Ισφαχάν, όπου βρίσκονται και πυρηνικές εγκαταστάσεις. Αν και η αντεπίθεση φαίνεται να ήταν εν πολλοίς συμβολική, ουσιαστικά το Ισραήλ επέλεξε να μην ακούσει τους συμμάχους του, σημειώνει το Foreign Policy σε ανάλυσή του και προσθέτει ότι όσο αυτή η σύγκρουση συνεχίζεται, η επιχειρησιακή λογική θα ωθεί προς την κλιμάκωση.

Οι επιδιώξεις του Νετανιάχου

Για ορισμένους, η απάντηση στο γιατί το Ισραήλ αντεπιτέθηκε συνοψίζεται στις φιλοδοξίες του Νετανιάχου. Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός προσπαθεί απλώς να σώσει το πολιτικό του μέλλον. Ο Νετανιάχου είναι βαθιά αντιδημοφιλής στο Ισραήλ. Το ποσοστό έγκρισης των πολιτικών του έχει βυθιστεί στο 15%.

Η κύρια πηγή πολιτικής του νομιμότητας -η αξίωσή του να εγγυάται την ισραηλινή ασφάλεια- έχει χτυπηθεί άσχημα από τη σφαγή της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου και όλα όσα συνέβησαν μετά. Και έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη, τονίζουν ορισμένοι παρατηρητές, να θέλει ο Νετανιάχου πόλεμο με το Ιράν για να αποκαταστήσει την εικόνα του στο εσωτερικό —ή, τουλάχιστον, να παρατείνει την πολιτική του επιβίωση.

ABIR SULTAN/Pool via REUTERS

Αυτό το αφήγημα δεν αρκεί να εξηγήσει τα πράγματα, σημειώνει το FP. «Ο Νετανιάχου μπορεί να είναι ένας απελπισμένος άνθρωπος, αλλά η ώθηση για αντίποινα δεν προέρχεται αποκλειστικά από αυτόν. Πράγματι, μερικές από τις πιο δυνατές φωνές στο εσωτερικό του Ισραήλ που ζητούσαν αντεπίθεση ήρθαν από τους πολιτικούς αντιπάλους του Νετανιάχου, όπως ο Γκαντζ, ο Γκάλαντ και άλλοι που έχουν τα περισσότερα να κερδίσουν από τον πολιτικό θάνατο του Νετανιάχου. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, ο Γκαντζ πιθανότατα θα ήταν πρωθυπουργός εάν οι εκλογές πραγματοποιούνταν σήμερα» αναφέρει η ανάλυση.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Εβραϊκού Πανεπιστημίου που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα, περίπου το 74% των Ισραηλινών τάσσονταν κατά μίας αντεπίθεσης «αν υπονομεύσει τη συμμαχία ασφαλείας του Ισραήλ με τους συμμάχους του». Η ίδια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 56% των Ισραηλινών δήλωσε ότι η χώρα τους «πρέπει να ανταποκριθεί θετικά στις πολιτικές και στρατιωτικές απαιτήσεις των συμμάχων της» προκειμένου να «διασφαλίσει ένα βιώσιμο αμυντικό σύστημα με την πάροδο του χρόνου». Ακόμη και μέσα στον συνασπισμό του Νετανιάχου, η περιορισμένη αντεπίθεση του Ισραήλ την Παρασκευή δεν ήταν μια ξεκάθαρη πολιτική νίκη. Ο δεξιός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, για παράδειγμα, την επέκρινε στο X ως «αδύναμη».

Το μήνυμα και το «μάθημα»

Ισραηλινοί αξιωματούχοι μίλησαν για την ανάγκη να «στείλουν ένα μήνυμα» στην Τεχεράνη και να τους «διδάξουν ένα μάθημα». Όμως, η πρόσφατη ιστορία του ίδιου του Ισραήλ δείχνει ότι η βία σπάνια έχει το επιδιωκόμενο παιδαγωγικό αποτέλεσμα, σχολιάζει το Foreign Policy.

Οι τέσσερις περιορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα πριν από τον τρέχοντα πόλεμο – με ακόμη πιο περιορισμένα πλήγματα ενδιάμεσα – απέτυχαν να εκτοπίσουν ή να αποτρέψουν τη Χαμάς, όπως έδειξε τόσο έντονα η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου. Και το Ιράν έχει χρησιμοποιήσει σχεδόν πανομοιότυπη γλώσσα σχετικά με την ανάγκη να «διδάξει» στο Ισραήλ να μην χτυπά τους πληρεξουσίους του στη Συρία ή αλλού –  για να δικαιολογήσει την επίθεσή του.

Υπάρχουν, για να είμαστε δίκαιοι, μερικές περιπτώσεις όπου το Ισραήλ κατάφερε πράγματι να δώσει ένα μάθημα στους αντιπάλους του. Το καλύτερο παράδειγμα, ίσως, είναι ο πόλεμος του Λιβάνου το 2006, ο οποίος ξεκίνησε αφού στελέχη της Χεζμπολάχ πέρασαν στο Ισραήλ, σκότωσαν οκτώ Ισραηλινούς στρατιώτες και απήγαγαν άλλους δύο. Μετά τη σύγκρουση, ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, είπε στους δημοσιογράφους ότι μετάνιωσε για την απόφασή του να ξεκινήσει την επιχείρηση.

REUTERS/Mussa Qawasma

«Με ρωτάτε, αν ήξερα από πριν ότι η επιχείρηση θα οδηγούσε σε τέτοιο πόλεμο, αν θα το έκανα; Λέω όχι, απολύτως όχι». Αλλά η διδασκαλία αυτού του μαθήματος περιελάμβανε έναν 34 ημερών, πλήρη, άκρως καταστροφικό πόλεμο που στοίχισε τη ζωή σε 121 στρατιώτες του Ισραήλ, εκατοντάδες μαχητές της Χεζμπολάχ και περισσότερους από χίλιους πολίτες και εκτόπισε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους σε κάθε πλευρά των συνόρων.

Φυσικά, υπάρχει ένα πιο βασικό κίνητρο πίσω από το οποίο το Ισραήλ θέλει να χτυπήσει το Ιράν: η εκδίκηση. Σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν η επίθεση αναχαιτίστηκε σε ποσοστό 99%, το Ιράν πέταξε περίπου 60 τόνους εκρηκτικών απευθείας στο Ισραήλ, καταρρίπτοντας τους άγραφους κανόνες του σκιώδους πολέμου και κρατώντας ένα ολόκληρο έθνος σε αγωνία, έστω και για μία νύχτα. Όπως είναι λογικό, ορισμένοι Ισραηλινοί ήθελαν —και συνεχίζουν να θέλουν— να αντεπιτεθούν.

Όμως, όπως υπενθύμισε ο Bret Stephens στους αναγνώστες στους New York Times, «η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που σερβίρεται καλύτερα κρύο». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εδώ, δεδομένου του στρατιωτικού και διπλωματικού διακυβεύματος για το Ισραήλ, και την περιοχή συνολικά, σε περίπτωση που ξεσπάσει ένας περιφερειακός πόλεμος. Και πράγματι, το χτύπημα στο Ισφαχάν φαίνεται σκόπιμα «συγκρατημένο» για να μην προκαλέσει μια τέτοια κλιμάκωση – προς το παρόν. Αλλά η σύγκρουση έχει κάθε άλλο παρά τελειώσει.